Ο William J. Mitchell, Αυστραλός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, γνωστός για την ενσωμάτωση της αρχιτεκτονικής αλλά και σχετικών με την τέχνη πρακτικών στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στις σύγχρονες τεχνολογίες, έχει μελετήσει μεθοδολογικά τη σχέση ανάμεσα στην αναλογική και στη ψηφιακή φωτογραφία στο The Reconfigured Eye: Visual Truth in the Post-photographic Era, το οποίο εκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις του M.I.T.
Η προσέγγισή του Mitchell απορρίπτει την άποψη πως η ψηφιακή φωτογραφία ενέχει εγγενώς ως χαρακτηριστικό της το στοιχείο της απεραντοσύνης, υποστηρίζοντας πως η αναλογική φωτογραφία είναι αυτή η οποία προσφέρει απεριόριστες πληροφορίες. Όπως υποστηρίζει ο Mitchell όταν μεγεθύνουμε μια φωτογραφία, η οποία έχει δημιουργηθεί από μια αναλογική φωτογραφική μηχανή, ουσιαστικά μας αποκαλύπτονται περισσότερες πληροφορίες και σίγουρα πιο ακριβείς λεπτομέρειες από αυτές που μας προσφέρει μια ψηφιακή εικόνα. Μια ψηφιακή εικόνα «έχει περιορισμένη ανάλυση, περιορισμένη τονική διαβάθμιση και περιέχει περιορισμένη ποσότητα πληροφορίας».[1] Όταν μια ψηφιακή φωτογραφία προσεγγίζεται στη λεπτομέρειά της, προκειμένου να ανακαλύψουμε την πλεγματική της μικροδομή, η μεγέθυνσή της δεν αποκαλύπτει τίποτα το καινούργιο, παρά μόνο τα διακριτά όρια των ψηφιακών της εικονοστοιχείων[2]. Ωστόσο, η επανάχρηση και επαναπροσέγγιση της αναλογικής φωτογραφίας, καθώς και η ανθεκτικότητά της, αποτελούν διαδικασίες εντατικής εργασίας, αν μη τι άλλο χρονοβόρες και δαπανηρές.
Η δικτύωση και η επικοινωνία μιας ψηφιακής εικόνας αποτελεί σχεδόν εγγενές χαρακτηριστικό της, δεν απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια και είναι στοιχείο αναπόσπαστο από την ίδια την εικόνα. Ο ευμετάβλητος χαρακτήρας και η παραπλάνηση είναι στοιχεία τα οποία κληρονομούνται στην ψηφιακή εικόνα. Ο Mitchell υποστηρίζει ότι τα «υπολογιστικά εργαλεία (προγράμματα) για τον μετασχηματισμό, το συνδυασμό, την τροποποίηση και την ανάλυση των εικόνων είναι τόσο απαραίτητα για ένα σύγχρονο καλλιτέχνη, ο οποίος χρησιμοποιεί ψηφιακές μορφές παραγωγής τέχνης, όσο είναι τα πινέλα και τα χρώματα είναι για έναν ζωγράφο και η κατανόηση τους αποτελεί θεμέλιο επιδεξιότητας για την ψηφιακή απεικόνιση».[3]
Έτσι λοιπόν, ακριβώς επειδή η τροποποίηση της ψηφιακής εικόνας είναι τόσο εύκολη, η αποδεικτική της δύναμη −η αληθοφάνειά της− ως πιστής απεικόνισης της πραγματικότητας και ως αυθεντικού τεκμηρίου τίθεται υπό πλήρη αμφισβήτηση.
Ο Mitchell συμπληρώνει πως με το πέρασμα των χρόνων «όλο και περισσότερο η τροποποίηση της ψηφιακής εικόνας ορίστηκε ως παραβατική πρακτική, ως απόκλιση από το καθιερωμένο καθεστώς της φωτογραφικής αλήθειας».[4] «Δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη συγχώνευση του σημαίνοντος και του σημαινόμενου (σημασίας), αλλά με μια νέα αβεβαιότητα σε σχέση με την κατάσταση και την ερμηνεία του οπτικού σημαίνοντος».[5] Ακόμα και η μαζική αναπαραγωγή ψηφιακών και αναλογικών φωτογραφιών γίνεται με διαφορετικό τρόπο, υποστηρίζει ο Mitchell. Ενώ, οι αναλογικές φωτογραφίες δεν μπορούν να αναπαραχθούν, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την υποβάθμιση της ποιότητάς τους και την απώλεια οπτικών πληροφοριών, οι ψηφιακές φωτογραφίες είναι δυνατόν να αντιγραφούν αδιάλειπτα χωρίς καμία απολύτως απώλεια ποιότητας. «Ένα ψηφιακό αντίγραφο δεν είναι ένας υποβαθμισμένος απόγονος, αλλά κάτι απολύτως δυσδιάκριτο από το πρωτότυπο.».[6]
.
.
.
.
[1] William J. Mitchell, The Reconfigured Eye: Visual Truth in the Post-Photographic Era, (Cambridge, Mass.: ed. MIT Press, 1992), σελ. 6. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “has precisely limited and tonal resolution and contains a fixed amount of information.”
[2] pixels
[3] Ό.π., σελ. 7. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Computational tools for transforming, combining, altering, and analyzing images are as essential to the digital artist as brushes and pigments are to a painter, and an understanding of them is the foundation of the craft of digital imaging.”
[4] Ό.π., σελ. 16. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Increasingly, digital image manipulation was defined as a transgressive practice, a deviation from the established regime of photographic truth.”
[5] Ό.π., σελ. 17. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “We are faced not with conflation of signifier and signified, but with a new uncertainty about the status and interpretation of the visual signifier.”
[6] Ό.π., σελ. 6. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “A digital copy is not a debased descendent but is absolutely indistinguishable from the original.”
.