
Κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια από τις σημαντικότερες τομές στο διάλογο για τη θεωρία της φωτογραφίας −όπως αυτός ήταν διαμορφωμένος έως τότε− αποτελεί η προσπάθεια του Victor Burgin και του Christian Metz να εισαγάγουν όρους της ψυχολογίας σε αυτόν. Εάν οι έως τότε θεωρητικές απόπειρες προσέγγισης και εξερεύνησης της φωτογραφίας συσχετίζουν τις νοηματικές της καταβολές με θεσμικές και ακαδημαϊκές δομές, οι μέθοδοι του Victor Burgin και του Christian Metz αναζητούν το νόημά της ψάχνοντας το ρόλο τον οποίο παίζει το ασυνείδητο, βασιζόμενοι κατά κόρον στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Στο κείμενό του με τίτλο “Photography, Phantasy, Function”, το οποίο εκδόθηκε το 1982, ο Victor Burgin προσπαθεί να δημιουργήσει μια θεωρία για τη φωτογραφία, προσεγγίζοντας και εξερευνώντας θεωρητικά τη διαδικασία του «βλέπειν», δηλαδή την πράξη της οπτικής κατανάλωσης μιας στατικής εικόνας. Ο Burgin συνδυάζοντας τη θεωρία του Sigmund Freud για το φετιχισμό με τις μελέτες του Jacques Lacan για το βλέμμα και για τη διαμόρφωση του υποκειμένου, συγκροτεί μια ψυχαναλυτική ερμηνεία της διαδικασίας κατά την οποία ο παρατηρητής κοιτάζει φωτογραφίες, προσεγγίζοντας την ως μια πράξη η οποία συγκροτεί και διαμορφώνει την ιδεολογική του θέση. Ο Burgin ουσιαστικά παρουσιάζει μια ερμηνεία της διαδικασίας του «βλέπειν» των εικόνων ως συστατικού της ιδεολογικής δομής και συγκρότησης του θεατή. Ο Burgin υποστηρίζει πως το «βλέπειν» δεν είναι απλά και μόνο ένα ζήτημα της διαδικασίας της όρασης, σημειώνοντας παράλληλα ότι «η όραση μας είναι προδιατεθειμένη και λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η εμφάνιση (αυτού που βλέπουμε) να εμπεριέχει πάντοτε και εκ των προτέρων την ιστορία του ίδιου του υποκειμένου».1
Η ανάλυσή του Burgin βασίζεται στην έννοια του ράμματος/suture,2 έννοια η οποία αρχικά εμφανίστηκε στο θεωρητικό διάλογο από μαθητές του Lacan και αργότερα προσαρμόστηκε και ενσωματώθηκε στη θεωρία του κινηματογράφου, επιδιώκοντας να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο οι οπτικές εκφράσεις ενσωματώνουν και ενεργοποιούν το θέμα εντός του πλαισίου της καλλιτεχνικής γλώσσας, εντός του πλαισίου ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού λόγου. Το ράμμα/suture λειτουργεί σε κάθε επίπεδο του λόγου προσδιορίζοντας όλες εκείνες τις πολυσύνθετες διεργασίες με τις οποίες το υποκείμενο ενεργοποιείται και επίκαθοριζεται από τον ίδιο τον λόγο.3
Σύμφωνα με τον Burgin, η πρωταρχική περίπτωση παραδείγματος για το πώς λειτουργεί το ράμμα/suture στη φωτογραφία είναι η αναγνώριση/ταυτοποίηση του υποκειμένου σε σχέση με τη θέση της φωτογραφικής μηχανής. Αυτή η ταυτοποίηση του «Εγώ» με το σκόπευτρο της φωτογραφικής μηχανής ταλαντεύεται ανάμεσα στο φετιχισμό του ηδονοβλεψία και στο ναρκισσισμό, δηλαδή ανάμεσα σε ένα ελεγχόμενο βλέμμα το οποίο στοχεύει το υποκείμενο που αναπαρίσταται και στην προσπάθεια για ταυτοποίηση του υποκειμένου αυτού.
Ο Burgin προτείνει μια «στρουκτουραλιστική προσέγγιση» ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε μια φωτογραφία και στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ένας φετιχιστής.4 Ο φετιχιστής, σύμφωνα με τον Freud, προκειμένου να αντεπεξέλθει στη τραυματική διαπίστωση της πρώιμης ηλικίας του σε σχέση με την απώλεια του πέους της μητέρας του, βρίσκει κάποιο άψυχο αντικείμενο το οποίο υποκαθιστά την έλλειψη αυτή. Για τον Freud ο φετιχιστής της διατύπωσης είναι πάντοτε άνδρας. Έτσι λοιπόν, όταν o άνδρας αυτός κοιτάζει το φετίχ, ουσιαστικά αποστρέφεται το τραύμα μετατοπίζοντας το βλέμμα σε ένα άλλο αντικείμενο, ούτως ώστε να απαρνηθεί την έλλειψη την οποία γνωρίζει πως υπάρχει αλλά δεν θέλει ουσιαστικά να αναγνωρίσει.5 Αυτήν ακριβώς την επιρροή εντοπίζει ο Burgin στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε μια φωτογραφία, αντικρίζοντάς την ουσιαστικά μέσα από τη δομή του φετιχιστικού βλέμματος, το οποίο συνοψίζεται σε ένα «ναι μεν γνωρίζω, αλλά…», ενσωματώνοντας όμως το στοιχείο του διαχωρισμού της γνώσης από την πίστη. «Το να κοιτάζεις μια φωτογραφία στιγμιαία είναι κάτι το οποίο σε γεμίζει με απογοήτευση»,6 αφού παρατηρώντας την αρχικά σου δίνεται μια μορφή σκοποφιλικής7 ευχαρίστησης, γρήγορα όμως η ευχαρίστηση αυτή αντικαθίσταται από μια βαθιά απογοήτευση, καθώς κατανοούμε ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα πρόσβασης στην πραγματικότητα την οποία η φωτογραφία αναπαριστά. «Η ματιά, το βλέμμα ουσιαστικά ανήκει στη φωτογραφική μηχανή».8
Αντί αυτού, ο θεατής όσο κοιτά τη φωτογραφία βιώνει μια σταθερά μεταβαλλόμενη αίσθηση ανάμεσα στην αντίληψη της κατοχής κάποιας μορφής εξουσίας επάνω στην εικόνα και σε ένα αίσθημα αποξένωσης από αυτήν, μια αίσθηση επιθυμίας/σύνδεσης και παράλληλα μια αίσθηση αποσύνδεσης, προκαλώντας μια ρήξη στη φαντασιακή του σχέση με το οπτικό του πεδίο, ρήξη αντίστοιχη με την αποστροφή του φετιχιστή, ο οποίος κοιτά και στη συνέχεια απομακρύνει ενστικτωδώς το βλέμμα του από το σεξουαλικό τραύμα.
Ο Burgin προσφέροντας μια ψυχαναλυτική ερμηνεία στη θεωρία του Siegfried Kracauer, σχετικά με αυτό το οποίο ο δεύτερος ονόμαζε επιφανειακή φύση και μαζική συσσώρευση στη διανομή και στην αναπαραγωγή της φωτογραφίας, παρατηρεί ότι ακριβώς λόγω του γεγονότος αυτού, ότι δηλαδή αρχικά κοιτάμε μια εικόνα και στη συνέχεια τραβάμε το βλέμμα μας μακριά από αυτήν, οι φωτογραφίες συνήθως παρατίθενται με τρόπο τέτοιο ώστε να μην είναι εφικτό να τις κοιτάξουμε για πολλή ώρα, παραθέτοντας πάντοτε μια άλλη εικόνα σε σημείο τέτοιο προκειμένου να απορροφήσει το εκτοπισμένο βλέμμα.9
Συμπυκνώνοντας λοιπόν, η θεωρία του Burgin μας προτρέπει προκειμένου να δούμε και να κατανοήσουμε μια φωτογραφία, να στρέψουμε το βλέμμα προς αυτήν και εν συνεχεία να το τραβήξουμε μακριά από την εικόνα. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει ο Geoffrey Batchen, η θεωρία του Burgin «μετατοπίζει το κέντρο της προσοχής από τη φωτογραφία καθ’ εαυτήν», θεωρία την οποία ο Burgin έχει εκ των προτέρων εγκαταλείψει ως αντιθετική στη μεθοδολογία της Σημειωτικής, και στρέφει το βλέμμα και το διάλογο για την ανάλυση και προσέγγιση της διαδικασίας παραγωγής του φωτογραφικού νοήματος σε έξω-φωτογραφικές διαδικασίες.10 Παρόλο που ο Burgin υποστηρίζει πως δεν υπάρχει ένα ενιαίο και μοναδικό σύστημα νοηματοδότησης στο οποίο να είναι εφικτή η αναγωγή όλων των εικόνων, υπάρχουν σημεία στη θεωρία του όπου διαφαίνεται αμυδρά πως ακόμα και ο ίδιος υπονομεύει αυτόν τον ισχυρισμό του, επικεντρώνοντας στην αντιστοιχία ανάμεσα στη φωτογραφική δομή του «βλέπειν» και στο φετιχισμό, σημεία δηλαδή στα οποία φαίνεται πως κάθε φωτογραφική διαδικασία του «βλέπειν» προσδιορίζεται από τις λειτουργίες του φετίχ.11 Ωστόσο, επειδή ακριβώς αυτός ο φετιχιστικός τρόπος ερμηνείας δεν υφίσταται αυτόνομα και αυθύπαρκτα σε μια φωτογραφία, αφού προσδιορίζει τουλάχιστον και το ίδιο το φετίχ, είναι δόκιμο να θεωρήσουμε πως η ανάλυση του Burgin ξεφεύγει από το ρεαλισμό.
.
.
.
- Victor Burgin, Thinking Photography, (London: ed. Communications and Culture, 1982), σελ. 188. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “[…] vision is structured in such a way that the look always-already includes a history of the subject.”
- Ο όρος suture εισαγάγετε αρχικά από τον Jacques-Alain Miller. Στη θεωρία του κινηματογράφου χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η συνεχόμενη και καταιγιστική εναλλαγή κινηματογραφικών πλάνων δομεί τον θεατή με τρόπο τέτοιο ώστε να συγκροτεί και να διαμορφώνει την ιδεολογική του θέση.
- Kaja Silverman, The subject of semiotics, (Oxford: ed. Oxford University Press, 1983), σελ. 194-236.
- Victor Burgin, “Photography, Phantasy, Function”, Thinking Photography, (London: ed. Communications and Culture, 1982), σελ. 190.
- Sigmund Freud, “Fetishism”, The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XXI (21), (New York: ed. Vintage, 1999).
- Victor Burgin, “Photography, Phantasy, Function”, Thinking Photography, (London: ed. Communications and Culture, 1982), σελ. 191. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “To look at a photograph for a while is to become frustrated”.
- Η σκοποφιλία ή η σκοπτοφιλία (από το ελληνικό ρήμα σκοπέω σκοπέο, «κοιτάξτε, εξετάστε») είναι όρος της ψυχανάλυσης και σημαίνει την αποκόμιση ευχαρίστησης από την εμφάνιση ενός αντικειμένου ή ενός έμψυχου όντος. Ως έκφραση σεξουαλικότητας αναφέρεται στην ευχαρίστηση που προέρχεται από την εξέταση ερωτικών αντικειμένων όπως για παράδειγμα ερωτικές φωτογραφίες, πορνογραφία, γυμνά σώματα κλπ. Ο όρος εισήχθη ως μετάφραση του όρου Schaulust του Freud.
- Victor Burgin, “Photography, Phantasy, Function”, Thinking Photography, (London: ed. Communications and Culture, 1982), σελ. 191. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “The look belongs to the camera.”
- Ό.π., σελ. 191.
- Geoffrey Batchen, Burning with Desire: The Conception of Photography, (Cambridge: ed. MIT Press, 1999), σελ. 11.
- Victor Burgin, “Something About Photography Theory”, The New Art His-tory, edited by A.L. Rees and Frances Borzello, (New Jersey: ed. Humanities Press International, 1986), σελ. 49.
.