Τον Γιάννη Μαραπά δεν τον ξέρω. Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Ένα βράδυ μου μίλησε ένας φίλος για αυτόν. Για το ατόφιο πάθος, την αμεσότητα και την αφοσίωση με την οποία καταπιανόταν με τη φωτογραφία ως μέρος της καθημερινότητάς του. Για την ευθύτητά του. Και για τα ασπρόμαυρα πορτρέτα που έκανε κάποτε. «Δεν έχεις δει τα πορτρέτα του; Σου λέω… Atget εντελώς! Από άλλη εποχή». Ένιωσα αμέσως ότι πρέπει να τον βρω. Να τον δω.
Μερικές από τις εικόνες αυτές έφτασαν στα χέρια μου. Ασπρόμαυρες. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, επαγγελμάτων, φύλων και φυλών, καδραρισμένοι όλοι αυστηρά, μετωπικά, κατακόρυφα, σε μαύρο φόντο με κοιτούν κατάματα. Άλλοτε με ένα ελαφρύ μειδίαμα που μου προκαλεί ανησυχία και άλλοτε με ύφος ελαφρώς θλιμμένο που παραδόξως –αλλά συμπληρωματικά προς την ανησυχία- με καθησυχάζει. Άλλοι ποζάρουν με μια υφέρπουσα χαλαρότητα, άλλοι με σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. Όλοι, όμως, το ίδιο σοβαροί. Λες και κάτι κοινό διακυβεύεται για όλους αυτούς. Κάτι για το οποίο έχουν υπόρρητα συνωμοτήσει. Παγωμένοι ωστόσο, χωρίς τη δυνατότητα να μας αποκαλύψουν αυτό το μυστικό που τους ενώνει.
Ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, που τα διαπεραστικά του μάτια θυμίζουν τον Alejandro Jodorowski, κρατά σταθερά στο αριστερό του χέρι ένα τσιγάρο σβηστό, ενώ το δεξί του χέρι χάνεται στο σκοτάδι. Μια γυναίκα, επίσης στα μαύρα, σε άλλη εικόνα, αλλά σαν στην ίδια μέσα, με το ίδιο απόκοσμο βλέμμα, κρατά στα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού ένα τσιγάρο αναμμένο, ενώ το αριστερό της χάνεται στο σκοτάδι. Μοιάζουν να συνομιλούν. Σαν τα χέρια τους που δε βλέπουμε να είναι πιασμένα σφιχτά μεταξύ τους, κάπου στο επέκεινα.
Ένας νεαρός με στηθοσκόπιο στο λαιμό… γιατρός είναι το πρώτο που έρχεται στο νου, μα η άσπρη ρόμπα που είναι; Ένα casual πουλόβερ αντί αυτής. Ύφος ψυχρό, αποστασιοποιημένο και δάχτυλα που (λόγω της λευκότητάς τους;) αποπνέουν μια αίσθηση κλινική. Μα είναι αυτά που αγγίζουν την καρδιά και όχι το στηθοσκόπιο. Γιατρός; Τον κοιτώ λίγο ακόμα. Θα μπορούσε να είναι απλώς ένα παιδί 18 χρόνων.
Και μετά… πέντε άνθρωποι γύρω από ένα σκαμπό. Το κυκλώνουν και μοιάζουν αγκαλιασμένοι, αλλά δεν είναι. Οριακά αγγίζονται. Ο ευρυγώνιος παραμορφώνει όσο χρειάζεται ώστε να αναρωτιέμαι μήπως αυτό που με κρατά και κοιτάζω ακόμα αυτήν την εικόνα είναι τα διογκωμένα πέλματα και όχι, όπως νόμισα αρχικά, το ότι μοιάζουν με θίασο σε διάλειμμα, όχι από κάποια πρόβα, αλλά από τη ζωή. Όχι. Κατέληξα. Αυτό που με κρατά είναι αυτό το κουμπί. Το μοναδικό κουμπωμένο στο πουκάμισο της κοπέλας. Αυτό το πάνω-πάνω που συνήθως αποφεύγουμε να κουμπώσουμε επειδή μας πνίγει.
Δυο πρόσκοποι, ένας πιτσιρικάς και ένας μεγαλύτερος. Μα τι δεν πάει καλά; Είναι απλώς δυο πρόσκοποι. Μα τα παπούτσια! Ναι, τα παπούτσια! Ο μεγάλος φοράει αυτά τα «ναυτικά». Μα δεν είναι ναύτης! Και ο άλλος; Ασκεπής, παρά τη σοβαρότητά του. Μα δεν είναι εκεί το παράξενο. Είναι ξανά τα παπούτσια! Μα είναι μποτάκια, για εξερεύνηση στη φύση. Είναι, όμως, στο μέγεθος γίγαντα. Τι στο καλό συμβαίνει εδώ; Είναι τεράστια!
Και αυτή η γυναίκα…; Εδώ πια, το punctum –για να θυμηθούμε τον Barthes- με αρπάζει από το γιακά. Δεν είναι ότι τα βαθουλωμένα της μάτια, το κατάλευκο δέρμα της και τα πλούσια μαλλιά της έχουν κάτι αρχετυπικά μυστηριακό. Δεν είναι ούτε η αρμονία των τόνων του γκρι ανάμεσα στο φόρεμα και τον τοίχο. Είναι αυτά τα τεντωμένα, γεμάτα ένταση, δάχτυλα με τις διατεταμμένες φλέβες τα οποία αγκαλιάζουν. Σε αγκαλιάζουν σαν να είσαι εκεί. Είναι μαζί και το μπράτσο αυτής της γυναίκας που με σιγουριά και στοργή ολοκληρώνει την αγκαλιά αυτή. Αγκαλιά άχρονη. Αγκαλιά μακάριας ακινησίας.
Ακινησία. «Τα πάντα σε αυτές τις πρώτες φωτογραφίες ήσαν καμωμένα για να διαρκέσουν», έγραφε ο Benjamin για την πρώιμη ρεαλιστική φωτογραφία με τα επί αρκετή ώρα ακίνητα στεκόμενα μοντέλα. Αυτή η ακινησία και εδώ. Χαρακτηριστικό έντονο που διατρέχει όλες αυτές τις φωτογραφίες είναι αυτή η σχεδόν νεκρική ακινησία. Ανεξάρτητα από το αν κάποιοι στις φωτογραφίες αυτές πιθανώς να μη ζουν πια, ο δραστικός τρόπος, η αποφασιστικότητα με την οποία ο Μαραπάς μετατρέπει τον χρόνο σε άκαμπτες, χωρικές, υλικές σχέσεις είναι που κάνει τις εικόνες αυτές να ξεδιπλώνονται ως μια κατεξοχήν έκφραση αυτού που ψυχολογικά εκλαμβάνεται ως ανάλογο του θανάτου. Κάποιοι πάλι από τους εικονιζόμενους, έχουν απλώς μεγαλώσει. Μα στα αποκαΐδια του πραγματικού χρόνου που γέννησε αυτές τις εικόνες, οι φιγούρες που αντικρίζουμε είναι απλώς εκμαγείο όλων όσοι βρέθηκαν μπροστά στο φακό του Μαραπά. Ένα εκμαγείο που εξημερώνει το χρόνο, τη μνήμη, την εμπειρία. Ένα εκμαγείο που τονίζει με έμφαση και απλότητα ταυτόχρονα εκείνες τις εγγενείς ιδιότητες του μέσου που αντιλήφθηκαν οι πρωτοπόροι φωτογράφοι του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Αυτόν τον σουρεαλισμό που απορρέει από μια ρεαλιστική, χωρίς φιοριτούρες, αποτύπωση.
Ναι, στα πορτρέτα του Μαραπά είναι φανερό ένα, αμιγώς φωτογραφικό, ιδίωμα που απορρέει από τον Eugene Atget και αναφέρεται στις βάσεις της ιστορίας του μέσου. Αλλά πέρα από αυτό, αναδύεται ταυτόχρονα και μια -τύπου August Sander- μεθοδική προσωπογραφική τυπολογία που φλερτάρει με κοινωνιολογική έρευνα και συνυπάρχει με έναν αδιόρατο μελαγχολικό σαρκασμό επάνω στην ίδια την ύπαρξη, συγγενικό με την ευαισθησία της Diane Arbus. Οι εικόνες αυτές αποτελούν ένα εκρηκτικό υβρίδιο που πατά σε γερά θεμέλια, όσον αφορά στα εκφραστικά μέσα, και δύνανται –ανεξαρτήτως από την όποια πρόθεση του δημιουργού τους- να συμβάλουν, ίσως, με τρόπο πρωθύστερο σε ρεύματα σημερινά που ψηλαφούν μια μοντερνιστική επαναθεμελίωση στη φωτογραφία.
Πιθανώς ο δημιουργός να μην είχε κανενός είδους τέτοια πρόθεση και ίσως να «δυσφορεί» με αυτές τις αναφορές. Αναφορές που μπορεί να μοιάζουν βαρύγδουπες και συγκρίσεις που φαντάζουν επιτηδευμένα δυσανάλογες. Αλλά μέσα από αυτούς τους συνειρμούς νομίζω ότι κάπως τον βρήκα αυτόν τον φωτογράφο για τον οποίο άκουγα θρυλικές ιστορίες εκείνη τη νύχτα. Μέσα στα πορτρέτα του που μού γέννησαν αυτούς τους συνειρμούς κάπως τον βρήκα. Είδα αυτήν την ευθύτητα. Την ενδελέχεια. Την αποφασιστικότητα. Μα τον Γιάννη Μαραπά δεν τον ξέρω. Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου.