Το έργο της Dragana Jurišić «Το Δικό Μου Άγνωστο» (My Own Unknown), που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2014, ξεφεύγει με συναρπαστικό τρόπο από τα όρια ενός συμβατικού φωτογραφικού πρότζεκτ. Η Νατάσσα Χριστιά έγραψε ένα κείμενο που αποπειράται να προσεγγίσει τις πλευρές του και τις σχέσεις τους το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στα αγγλικά στο 1000Words. Το δημοσιεύουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά σε μετάφραση του Σπύρου Καρέλα και ευχαριστούμε το 1000Words και τον Tim Clark για την ευγενική παραχώρηση.
.
.
«Αντρέ; Αντρέ; … Θα γράψεις ένα μυθιστόρημα για μένα. Είμαι σίγουρη ότι θα το κάνεις. Μην πεις ότι δεν θα το κάνεις. Πρόσεξε: όλα ξεθωριάζουν, όλα εξαφανίζονται. Κάτι πρέπει να μείνει από μας…» (André Breton: Nadja, 1928, σ. 100)
.
To 1954 μια χωριατοπούλα εξαφανίστηκε σε ένα χωριό της γιουγκοσλαβικής υπαίθρου. Άφησε τον άντρα της για να πάει στο γιατρό, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ. Φημολογείται ότι κατέφυγε στο Παρίσι, όπου έζησε διπλή ζωή ως κατάσκοπος και ιερόδουλη μέχρι τον πρόωρο θάνατό της τη δεκαετία του ’80. Σε μια έγχρωμη φωτογραφία που εντοπίστηκε ανάμεσα στα λιγοστά προσωπικά της αντικείμενα εμφανίζεται να ποζάρει αποπνέοντας μια γοητεία σαγηνευτική, αν και διφορούμενη: Τα βλέφαρά της μισόκλειστα και το στόμα της στα πρόθυρα του να αρθρώσει μια εσώτερη μελωδία˙ στη χούφτα της κρατάει ένα τριαντάφυλλο˙ δίπλα της, ένα κτήνος —τα αστραφτερά του μάτια και δόντια υπομονεύουν την έκδηλη αρμονία της σύνθεσης. Σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, στο Παρίσι της δεκαετίας του 1880, το σώμα μιας νεαρής γυναίκας αγνώστων λοιπών στοιχείων ανασυρόταν από τα νερά του Σηκουάνα. Η ανθηρή ομορφιά της, που απαθανατίστηκε στη νεκρική της μάσκα, δημοφιλές και μακάβριο σημείο αναφοράς στα χρόνια που ακολούθησαν, υμνήθηκε από καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως ο Man Ray, ο Rainer Maria Rilke και ο Albert Camus, μεταξύ άλλων.
Αυτοί οι δύο θηλυκοί χαρακτήρες —η μυστηριώδης Mata Hari από τα Βαλκάνια του Ψυχρού Πολέμου και η τραγική φιγούρα της Άγνωστης του Σηκουάνα (L’Inconnue de la Seine)— είναι οι πρωταγωνίστριες του «Δικού Μου Αγνώστου», του πιο πρόσφατου πρότζεκτ της εγκατεστημένης στο Δουβλίνο καλλιτέχνιδας Dragana Jurisic. Έργο εν προόδω από το 2014, «Το Δικό Μου Άγνωστο» (My Own Unknown) εκτυλίσσεται ως μια συναρπαστική αλληλουχία πέντε κεφαλαίων που πρόκειται να αποκρυσταλλωθεί ως μια μυθοπλαστική βιογραφία η οποία θα συνδυάζει κείμενο και εικόνα. Υβριδικό και πολυσύνθετο, «Το Δικό Μου Άγνωστο», δεν αποτελεί ένα συμβατικό φωτογραφικό πρότζεκτ. Εδώ, καινούριες και εντοπισθείσες φωτογραφίες συνυπάρχουν με κείμενα από σημειωματάρια, βίντεο, περφόρμανς και ποικίλες δημιουργικές διαδικασίες. H αλληλοεπικάλυψη γλωσσών, οπτικών και δραματικών μοτίβων εναρμονίζεται πλήρως με το ετερόκλητο και ευρέων οριζόντων σύμπαν της δημιουργού του, Dragana Jurisic.
Η Jurisic είναι φωτογράφος, συγγραφέας και δημιουργός βίντεο. Το 2014 προσέλκυσε τη διεθνή προσοχή με το «ΓΙΟΥ: Η Χαμένη Χώρα» (YU: The Lost Country), έναν συγκινητικό απολογισμό σε πρώτο πρόσωπο της επιστροφής της στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μετά από δεκάχρονη απουσία. Διαρρθρωμένο ως εικαστική εγκατάσταση και βιβλίο, το έργο αντλεί το υλικό του από τις αναμνήσεις και τα επακόλουθα του πολέμου. Ακολουθεί τα βήματα της Rebecca West στο ονομαστό ταξιδιωτικό ημερολόγιό της «Μαύρο Αρνί και Γκρίζο Γεράκι» (Black Lamb and Grey Falcon), δημοσιευμένο το 1941, και τις αποτυπωμένες οπτικά και γραπτά αναμνήσεις της ίδιας της Jurisic κατά τη διάρκεια των περιήγησεών της στη χώρα το 2011, το 2012 και το 2013. Εάν το «Γιου» κατέληγε στην αποτυχία αυτοπροσδιορισμού και αναγνώρισης μιας συγκεκριμένης εθνικής ταυτότητας εν μέσω ενός ρημαγμένου τοπίου σαθρών δεσμών και υποβόσκοντων τραυμάτων, «Το Δικό Μου Άγνωστο» ξεδιπλώνεται ως η πιο προσωπική μέχρι σήμερα αυτοβιογραφική εξομολόγηση της Jurisic. Εκκινώντας από την κατεστραμμένη ζωή της θείας της Gordana Čavić και τις συμβολικές συνδηλώσεις της Άγνωστης του Σηκουάνα, μια εξολοκλήρου προσωπική ιστορία στοχάζεται πάνω στην πολυτάραχη μοίρα της θηλυκότητας και τις αναζητήσεις της κατά τον ρουν της Ιστορίας και της Τέχνης. Οι σκιές του παρελθόντος, οι δολοπλοκίες, οι απώλειες και τα φαντάσματά του, εξακολουθούν και στην προκείμενη περίπτωση να αποτελούν μέρος του σεναρίου μαζί με μια έντονη αίσθηση απουσίας κατεύθυνσης και με κυρίαρχη στην ιστορική αφήγηση την αρσενική οπτική, σύμφωνα με την οποία οι γυναικείοι χαρακτήρες υπάρχουν στο βαθμό που φετιχοποιούνται ως σεξουαλικά φορτισμένα, αλλά πέραν τούτου «άδεια» αντικείμενα.
Η Gordana Čavić και η Άγνωστη του Σηκουάνα καταλαμβάνουν αντίστοιχως τα δύο πρώτα κεφάλαια του «Δικού Μου Αγνώστου», αλλά δεν παύουν και να αποτελούν τον κινητήριο μοχλό των υπολοίπων, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση πράξεων που πραγματεύονται την προσπάθεια να προκύψει ειρμός μέσα από ένα κατακερματισμένο σύνολο. Λειτουργούν ως δύο καθρέφτες ενώπιον των οποίων λαμβάνει χώρα η αναπαράσταση του εαυτού της ίδιας της Jurisic σχηματίζοντας ένα τρίγωνο γυναικείας ταυτότητας. Kαι οι δύο αυτές γυναικείες μορφές είναι δημιουργήματα της φαντασίας, παρά της εμπειρίας, όπως ακριβώς συμβαίνει στη «Nadja» (1928), το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα στο οποίο ο André Breton καταγράφει τη σύντομη δεκαήμερη περιπέτειά του με μια άγνωστη γυναίκα. Η Nadja, o ομώνυμος χαρακτήρας αυτού του κομβικού υπερρεαλιστικού έργου, αποκτά εγκυρότητα τη στιγμή που την εγκρίνουν οι άρρενες συνάδελφοι του συγγραφέα. Μόλις παγιώνεται στη συνείδηση του Breton, αυτός την εγκαταλείπει. Η ρομαντική ιστορία ξεθωριάζει και η Nadja οδηγείται σε ένα σανατόριο, το μέρος όπου ανήκει. Οι γυναικείοι πρωταγωνιστές της Jurisic φαίνεται να ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Και οι δύο στοιχειώνουν τη φαντασία άλλων –η Gordana είναι μία σεξουαλική μούσα, ενώ η Άγνωστη, η νέα Μόνα Λίζα των καλλιτεχνών. Όπως και η Nadja, δεν είναι αληθινά πρόσωπα, αλλά μετέωρες θεοποιημένες ψυχές εδραζόμενες στην απουσία παρά στην ιστορικότητα. Τα δύο πρώτα κεφάλαια του «Δικού Μου Αγνώστου» υποδύονται αυτό το μαγεμένο, ανδρόγυνο βλέμμα. Πρέπει να βρεθούν κάτω από τις προσταγές του έτσι ώστε εντέλει να το υπερβούν και να ξεκλειδώσουν διαφορετικές οπτικές. Ο κόσμος της Gordana βρίσκεται σε βαθειά αντίθεση με τη μυθοπλαασία του Breton. Εν προκειμένω δεν αργεί να γίνει αντιληπτό, με πικρή μελαγχολία και με ένα αίσθημα παραίτησης, ότι η ουσία της όλης διήγησης έγκειται στη βία, τη βαναυσότητα και την καταπίεση. Πέραν τούτου, η Jurisic διαπραγματεύεται το ιδανικό της γυναικείας ομορφιάς και της θηλυκότητας, καθιστώντας εφικτή μια αποστασιοποιημένη ιστορική τους ανάγνωση μακριά από τον αχό του μύθου. Στα κεφάλαια 3 με 5, η Gordana και η Άγνωστη λειτουργούν ως σημεία εκκίνησης ενός ανατρεπτικού πρότζεκτ σχεδιασμένου από γυναίκες και για γυναίκες. H παθητική μούσα αναγεννάται ως ενεργός δρώσα, εκλύοντας μια διαφορετικού είδους οπτική αφήγηση: ο ρομαντικός μύθος δίνει τη θέση του σε έναν ανθρωπολογικό, έμφυλο εικονογραφικό καμβά με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις.
Στο κεφάλαιο, «100 Μούσες» (100 Muses), 100 γυναίκες από το Δουβλίνο, ηλικίας 18-85 ετών, ανταποκρίθηκαν σε μια ανοιχτή πρόσκληση να φωτογραφηθούν γυμνές. Η Jurisic τις κάλεσε αδιακρίτως να ποζάρουν ως μία από τις εννιά Μούσες της αρχαιότητας, κρατώντας μια ρεπλίκα της νεκρικής μάσκας της Άγνωστης και χρησιμοποιώντας τα δύο ακόλουθα σκηνικά αντικείμενα: μια παλιά καρέκλα που μοιάζει με θρόνο και μια φτηνή κουρτίνα που χρησιμεύει ενδεχομένως ως ντραπέ για να καλυφθεί το γυμνό σώμα. Mόλις ολοκλήρωσε τις λήψεις, τούς έδωσε την ευκαιρία να διαλέξουν το πορτραίτο που τις αντιπροσώπευε περισσότερο. Πρόθεσή της ήταν να χειραφετήσει τις γυναίκες – μοντέλα της και να πραγματευτεί ανοιχτά τη σχέση τους με το σώμα τους. Τα τελικά πορτραίτα αυτών των Θεοτήτων της Γονιμότητας που ανταποδίδουν το βλέμμα στο φακό διαθέτουν μια πρωτόγονη, γήινη ομορφιά. Απαλλαγμένα από τη σεξουαλικότητα, τα εκτεθειμένα τους σώματα δημιουργούν ένα τελετουργικό αμάλγαμα που αμφισβητεί τα εικονογραφικά κλισέ. Αποτελούν φυσικές εκδηλώσεις και επανεφεύρεση του ρομαντικού ιδανικού της μούσας, καθώς και παράγωγα της συνέργειας της συγγραφέως και των μοντέλων της. Ως εκ τούτου, εκφράζουν την αναζήτηση ενός αυθεντικού γυναικείου βλέμματος και την ελευθερία τού να αποδέχεσαι το σώμα σου εντός μιας κοινωνίας που επιβάλλει στις γυναίκες φυσικά και νοητικά πρότυπα συμπεριφοράς. Στο κεφάλαιο 4, «Η Μητέρα Της και οι Κόρες Της» (Her Mother and Her Daughters), η Jurisic προχωρά στην αλληλοεπικάλυψη των πορτραίτων των γυναικών που ταυτίστηκαν με την ίδια μούσα, δημιουργώντας εννιά συλλογικά πορτραίτα. Μια στρωματογραφία όλων των επικαλυμμένων πορτραίτων αναπαραστά τη Μνημοσύνη, κόρη της Γαίας και μητέρα των Εννέα Μουσών. «H Μητέρα» (The Mother), μια ομογενοποιημένη, πλασματική ταρίχευση δέρματος και προσώπων, αποτελεί το επιστέγασμα όλων και συμπυκνώνει την ωριμότητα διαφορετικών ζωών και δερμάτων απέναντι στο βάρος της αθανασίας και της εξιδανίκευσης.
Το πέμπτο κεφάλαιο του «Δικού Μου Αγνώστου», «Mη φοβάσαι να εξερευνήσεις μια σκιά» (Don’t’ be afraid to look into a shadow), οδηγεί τον θεατή σε μια περαιτέρω ανασύνθεση της γυναικείας ταυτότητας ως μιας ανανεωμένης συλλογικής μεταμυθοπλασίας. Ένα βίντεο περικλείει και θέτει σε κίνηση τις ιστορίες όλων αυτών των γυναικών, με τη Jurisic να τοποθετεί τον εαυτό της μπροστά στην κάμερα. Εδώ, η ταύτισή της με τη θεία της Gordana Čavić αποκρυσταλλώνεται. Και τις δύο ελκύει, κατά τα λεγόμενά της, η περιπέτεια και η γενναιότητα˙ και οι δύο επίσης, έχουν την αίσθηση μιας αθωότητας χαμένης στα βάθη ενός ποταμού. Η Jurisic χρησιμοποίησε τη μηχανή λήψης super 8 που άνηκε στη θεία της προκειμένου να αναπαραστήσει μια ζωή που υπέστη λογοκρισία. O θεατής καλείται να παρακολουθήσει αυτές τις ταινίες μικρού μήκους μέσα από τις οπές διαδοχικών μαύρων κουτιών. Οι ομοιότητες μεταξύ αυτού του εν είδει διοράματος ασαμπλάζ και του σπουδαιότερου έργου τέχνης του Marcel Duchamp, του «Étant Données», δύσκολα περνούν απαρατήρητες. Ένα απροσδόκητο και πέρα από κάθε φαντασία τοπίο, ορατό μόνο μέσα από μια οπή, κοινωνεί την έντονη εμπειρία του να έρχεσαι σε επαφή με μια ζωή τυλιγμένη στο μυστήριο που τουλάχιστον αυτή τη φορά είναι αποκύημα της γυναικείας φαντασίας. Σε αυτά τα ρολό φιλμ, η γυναίκα αναδύεται ως ο «άλλος» — αυτό που είναι ασύλληπτο, ακατανόητο και αδιαπέραστο και που είναι δυνατό μονάχα να βιωθεί με τις αισθήσεις, όπως ακριβώς ο πόλεμος, η μετατόπιση και η τραγωδία. Εάν η αρσενική ταυτότητα λειτουργεί εξ ορισμού ως συμπαγές αφηγηματικό αντικείμενο, (ένα αντικείμενο που «είναι αυτό που είναι», σύμφωνα με τον ορισμό του Jean-Paul Sartre) «Το Δικό Μου Άγνωστο» αναθεωρεί τη θηλυκότητα ως ένα ανήσυχο αντικείμενο που ανασύρρει στην επιφάνεια, εστω και σε φαντασιακό επίπεδο, γυναικείες μαρτυρίες που παρέμειναν ματαιωμένες και θαμμένες στον τάφο της Ιστορίας.
«Ποια είμαι;» αναρωτιέται η φωνή του αφηγητή στη «Nadja».
«Πόσο καλά γνωρίζουμε τους εαυτούς μας; Πόσο καλά γνωρίζουμε τους άλλους;», αναρωτιέται η Jurisic.
Η καλλιτέχνις περιγράφει «Το Δικό Μου Άγνωστο» ως μια υπαρξιακή απόπειρα αυτογνωσίας, τη μόνη πρωτοβουλία που αξίζει να επωμιστεί κανείς εν μέσω ενός κατακερματισμένου κόσμου φαύλων γεγονότων. Ανατρέχει στον στίχο του John Keats, «Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά./Νά τί ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τί χρωστάς να ξέρεις!»[1]. Στηλεμένη μεσα απο την ατομική ταυτότητα και το φύλο, η ερμηνεία της ιστορίας που προτείνει συνδέει την ομορφιά, νοούμενη ως αυθεντικότητα, με το καλλιτεχνικό εγχείρημα. Αλλά ίσως, περισσότερο από όσο αυτή η βαθιά συγκρουσιακή ηθικοαισθητική σύζευξη ομορφιάς και αλήθειας, η «σπασμωδική ομορφιά» του Breton παρέχει έναν πολύ πιο εύστοχο όρο για να τονιστεί η λατρεία των εικόνων στην ιστορία της. «Η ομορφιά ή θα είναι ΣΠΑΣΜΩΔΙΚΗ ή δεν θα είναι». Ομορφιά σπασμωδική όπως η ίδια η Ιστορία˙ απόλυτη, ριψοκίνδυνη και φρενήρης, που ερευνά και αναζητά απαντήσεις.
Στημένο με ανοιχτό και διαρκώς μεταβαλλόμενο τρόπο, «Το Δικό Μου Άγνωστο» αποτυπώνει τη ρευστή, μη γραμμική ταυτότητα των πρωταγωνιστριών του. Τόσο τα πέντε κεφάλαια όσο και τα τετράδια της Jurisic και οι εικαστικές της εγκαταστάσεις, διακατέχονται από έναν πρωτόγνωρο αναρχικό και καταιγιστικό ύφος εμπειρίας και εκτέλεσης. Με φόντο τα γαλακτώδη, λιμνάζοντα νερών του Σηκουάνα, φωτογραφίες αρχείου, αναμνήσεις, μυθοπλασίες και έγγραφα προσδίδουν έναν περαιτέρω τόνο μυστηρίου σε μια υπέροχη γυναίκα που «δεν γυρίζει πίσω —δεν θα γυρίσει ποτέ εκεί πέρα»… Για μια ακόμα φορά, η «Nadja» προσφέρει μια εμφανή ομοιότητα. Τα δύο έργα αποτελούν ισοδύναμα αντρικής και γυναικείας γραφής μέσα στο χρόνο. Εντάσσοντας εικόνες στην πρωτοπρόσωπή τους αφήγηση, γίνονται μέρος της ίδιας ζεμπαλντιανής κληρονομιάς.
Ως συγκοινωνούντα δοχεία, τα κεφάλαια, οι διαδικασίες και οι διακριτές συγγραφικές φωνές του «Δικού Μου Αγνώστου» θέλγουν τον θεατή σε ένα ταξίδι. Οι γυναικείες του μούσες αναδύονται ως σκιές μέσα από ένα πέπλο μνήμης. Ανασυρρόμενες από έναν ποταμό μυστηρίου στην όχθη, επανακτούν ζωή. Όταν δεν τα καλύπτει η μάσκα, τα βλέμματά τους κοιτούν σταθερά το φακό. Και όμως, παρά τη λαχτάρα τους να υπερβούν την εύθραυστη φύση τους, γλιστρούν για άλλη μια φορά σε έναν ήρεμο θάνατο στην περιοχή του νοήματος. Πόση θλίψη και υπόρρητη παραίτηση κατακλύζει αυτά τα σώματα. Mια αίσθηση ματαιότητας κυριαρχεί στους ταραγμένους, χαμένους καιρούς που διανύουμε. Και η συνειδητοποίηση του ότι μόνο το αποτράβηγμα στην απουσία είναι σε θέσει να επιφέρει την τελική λύτρωση. Τα σώματα ακολουθούν τις προσταγές της μοίρας τους, εξαφανίζονται, σβήνουν…
Καθώς ολοκληρώνω την ανάγνωση των τετραδίων της Jurisic, αντηχούν στα αυτιά μου τα λόγια του Maurice Blanchot για την Άγνωστη:
«Μια κοπέλα με κλειστά μάτια, φωτισμένη από ένα χαμόγελο τόσο γαλήνιο και αύταρκες… που κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι πνίγηκε σε μια στιγμή απόλυτης ευτυχίας».
Κι έτσι η Ιστορία ακολουθεί τον δρόμο της.
.
..
[1] μετφρ.: Ελπίδα Γκίνη, Παγκόσμιος ανθολογία ποιήσεως, επιμ. Ρίτα Μπούμη-Παπά & Νίκος Παπάς, τόμ. Β΄, Εκδ. οίκος Γεωργίου Παπαδημητρίου, Αθήναι 1953, σ. 282-284.
.
*Η Νατάσσα Χριστιά εργάζεται ως επιμελήτρια, αρθρογράφος και εκπαιδευτικός στον χώρο της φωτογραφίας. Η έρευνά της επικεντρώνεται σε αρχειακές συλλογές, στην σχέση μεταξύ φωτογραφίας και κινηματογράφου, και στον χώρο των photobooks.
.