Η εποχή που ξεκινά με το τέλος των δύο Παγκόσμιων Πολέμων ορίζεται ανεξίτηλα από τη δυνατότητα της τεχνικής αναπαραγωγής της εικόνας, η οποία για αρκετούς θεωρητικούς της περιόδου χαρακτηρίζεται ως απόρροια της συνολικότερης κοινωνικής παρακμής. Διαφοροποιούμενος από το γενικό αυτό κλίμα, ο Siegfried Kracauer γράφει το 1927 στην εφημερίδα Frankfurter Allegemeine Zeitung[1] για τη δυναμική και τον λυτρωτικό χαρακτήρα, τον οποίο μπορεί εν δυνάμει να έχει η πανταχού αυτή παρούσα εικόνα, θεωρώντας τήν ζωτικής σημασίας παράγοντα για τον κοινωνικό «διαφωτισμό» και για την μαζική πληροφόρηση.
Ο Kracauer στα κείμενά του για τη φωτογραφία υποστηρίζει πως η καθαρή και μαζική συσσώρευση εικόνων στον εικονογραφημένο έντυπο τύπο και όχι μόνο –συσσώρευση την οποία συχνά παρομοιάζει με «χιονόπτωση» ή με «κατακλυσμό»– [2] καταδεικνύει τη φωτογραφική πραγματικότητα του μοντέρνου κόσμου, επισημαίνοντας τη σύνδεσή της με το σχήμα της αλληγορίας. Έτσι λοιπόν, ο Kracauer εισαγάγει στο θεωρητικό διάλογο το δίπολο σύμβολα/αλληγορία,[3] υπό τους όρους της μοντέρνας τεχνολογικής αναπαραγωγής, ζήτημα για το οποίο μίλησε μεταγενέστερα και ο Walter Benjamin.
Για τον Kracauer η φωτογραφία «αποκρύπτει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής»,[4] ενώ η δυνατότητα αναπαραγωγής της εικόνας και η διανομή της μέσω του τύπου αναγκάζει τον παρατηρητή να βρεθεί αντιμέτωπος με την αλήθεια της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Ο Kracauer μάλιστα στέκεται σε ένα παράδοξο που εντοπίζει αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «στον εικονογραφημένο τύπο, οι άνθρωποι βλέπουν τον πραγματικό κόσμο καθ’ εαυτόν, τον οποία τα ίδια (τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) θέλουν να αποκρύψουν», συμπληρώνοντας πως η «διαδικασία του βλέπειν» διαφέρει κατά πολύ από τη συνειδητή κριτική στάση απέναντι σε αυτό που κάποιος βλέπει, όταν το κοιτάζει προσεκτικά, όταν δηλαδή το παρατηρεί.[5]
Ο Kracauer υποστηρίζει πως ο καθημερινός αυτός «βομβαρδισμός» από εικόνες, η καθημερινή αυτή παραγωγή ενός τεράστιου όγκου φωτογραφιών που προσπαθεί να αποκρύψει την πραγματικότητα του θανάτου και του εφήμερου της ύπαρξης, δημιουργεί ένα κρυπτικό φωτογραφικό παρόν, το οποίο είναι ικανό όχι μόνο να στρέψει τον δέκτη απέναντι στην στιβαρή και ορθολογιστική κοινωνία που υποκρύπτεται, άλλα και να τον καθοδηγήσει στην προσπάθεια για την ανατροπή της.
.
.
[1] Γερμανική εφημερίδα η οποία ξεκίνησε να εκδίδεται στην Φρανκφούρτη και αργότερα σε ολόκληρη τη χώρα από το 1856 έως το 1943. Στη ναζιστική Γερμανία θεωρείτο το μοναδικό μέσο μαζικής απεύθυνσης και πληροφόρησης το οποίο δεν βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του υπουργού προπαγάνδας Paul Joseph Goebbels.
[2] Siegfried Kracauer, “Photography”, Critical Inquiry, Vol. 19, No. 3, translated by Thomas Y. Levin, (Chicago: ed. The University of Chicago Press, 2009)
[3] Η απώλεια της εμπειρίας για τον Benjamin, είναι συνυφασμένη με την μετατροπή σε «αυτόματο». Οι επαναλαμβανόμενες, κενές νοήματος και μηχανικές χειρονομίες των εργατών, ή ακόμη και των περαστικών μέσα στο πλήθος είναι συνυφασμένες με την απώλεια αυτή. Η «αλληγορία του αυτομάτου», οξεία και απελπιστική αντίληψη του μηχανικού, μονότονου, κενού χαρακτήρα της ζωής στη βιομηχανική κοινωνία, διαπερνά όλα τα τελευταία γραπτά του Benjamin. Εάν το αυτόματο είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει χάσει κάθε εμπειρία και μνήμη, ο δεσμός ανάμεσα στην θεολογία και τον ιστορικό υλισμό είναι η «ανάμνηση» (η οποία διακρίνεται από την «ενθύμηση» που είναι συνδεδεμένη με το απλό βίωμα). Η ανάμνηση αναφέρεται σε δύο τομείς της χαμένης εμπειρίας: τη «μάχη των ηττημένων γενεών» (αυτά είναι θύματα της προόδου), και τον «χαμένο παράδεισο» (αυτόν από όπου μας απομακρύνει η καταιγίδα της προόδου πρόκειται για την εμπειρία των προϊστορικών αταξικών κοινωνιών).
[4] Siegfried Kracauer, “Photography”, Critical Inquiry, Vol. 19, No. 3, translated by Thomas Y. Levin (Chicago: ed. The University of Chicago Press, 2009)
[5] Ό.π.
.