Αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα του κειμένου της Δάφνης Βιτάλη, το οποίο βρίσκεται στην ιστοσελίδα του έργου Laboratory of Dilemmas. Το Εργαστήριο Διλημμάτων του Γιώργου Δρίβα συμμετέχει στην 57η Διεθνή Έκθεση Εικαστικών La Biennale di Venezia. [Επίτροπος: Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (EMΣT), Διευθύντρια Κατερίνα Κοσκινά, Επιμελητής: Ορέστης Ανδρεαδάκης].

.


.

Η στατική και η κινούμενη εικόνα αποτελούν ένα από τα βασικά ζητήματα που έχει απασχολήσει τους θεωρητικούς του κινηματογράφου ήδη από τις απαρχές του. Οι ταινίες γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα από τη φωτογραφία. Όπως έχει επισημάνει ο θεωρητικός του κινηματογράφου Ζίγκφριντ Κρακάουερ, «η ταινία είναι εγγενώς φωτογραφική παρά τις οποιεσδήποτε άλλες τεχνικές ιδιότητες μπορεί να κατέχει, ενώ η πραγματική κινηματογραφική ταινία είναι εκείνη που παραμένει πιστή στη φωτογραφική της φύση».[1]

Στηριζόμενος στην αισθητική της στατικής φωτογραφίας και χρησιμοποιώντας συχνά παγωμένα καρέ αντί για διαρκή κίνηση, τα κινηματογραφικά πλάνα του Γιώργου Δρίβα είναι βασισμένα στην ακινησία, ενώ στα περισσότερα έργα του χρησιμοποιεί μια τεχνική αλληλουχίας φωτογραφικών εικόνων που εναλλάσσονται ρυθμικά. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Η ακίνητη εικόνα είναι η πρώτη ύλη για τη δημιουργία της κινούμενης εικόνας και έτσι ακριβώς τη χρησιμοποιώ. Υπονοώ την κίνηση χωρίς να θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να την αναπαραγάγω. Δεν χρησιμοποιώ τη φωτογραφία παρά μόνο ως αποκομμένο κομμάτι ενός φιλμ, ως κινηματογραφικό καρέ».[2]

Σε αντίθεση με το κινηματογραφικό «παρόν» της κινούμενης εικόνας –όπως έχει υποστηριχτεί συχνά–, η στατική φωτογραφική εικόνα παραπέμπει σε κάτι το οποίο έχει καταγραφεί και ανήκει πλέον στο παρελθόν. «Από τη μια πλευρά, υπάρχει η κίνηση, το παρόν, η παρουσία, κι από την άλλη, η ακινησία, το παρελθόν, κάποιο είδος απουσίας» παρατηρεί ο Ρεϊμόν Μπελούρ.[3] Ωστόσο, η Λόρα Μάλβεϊ και ο Ρεϊμόν Μπελούρ έχουν επισημάνει ότι η στατική εικόνα είναι εκείνη που προσφέρει ένα πεδίο για συλλογισμό και πως η ακινησία μέσα στην κινούμενη εικόνα δημιουργεί έναν «σκεπτόμενο θεατή».[4] Εξετάζοντας το κινηματογραφικό έργο του Γιώργου Δρίβα θα υποστηρίζαμε ότι ο θεατής καλείται να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, ο οποίος, παρατηρώντας τα στατικά κινηματογραφικά καρέ, συλλογίζεται γύρω από αυτά ολοκληρώνοντας ο ίδιος το έργο. Με τα λόγια του καλλιτέχνη: «Ο θεατής καλείται να συμπληρώσει τα χαμένα καρέ της ταινίας που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Η χρησιμοποίηση της απουσίας αυτής, η αφαίρεση και η «κενότητα» που δημιουργείται με βάση τη χρησιμοποίηση ενός καρέ και όχι μιας διαρκώς κινούμενης εικόνας αφήνει ακριβώς τον αναγκαίο χώρο αλλά και τον χρόνο στον θεατή για να προβάλει τις δικές του σκέψεις πάνω στην ιστορία που παρακολουθεί».[5] Από την άλλη μεριά, οι στατικές φωτογραφίες δεν μπορούν από μόνες τους να αποτελέσουν αφηγήματα, αλλά μπορούν να ιδωθούν ως αποσπάσματα μιας αφήγησης. Όπως έχει επισημάνει άλλωστε η επιμελήτρια νέων μέσων Κριστίν βαν Ας, η ιστορία εξελίσσεται στην κινούμενη εικόνα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ο Δρίβας στα πιο πρόσφατα έργα του, θέλοντας να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην πλοκή και την αφήγηση, στρέφεται προς την κίνηση.

Επιχειρώντας μια αναδρομή στο κινηματογραφικό έργο του Δρίβα θα υποστηρίζαμε ότι η έρευνά του, εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, αφορά έναν πειραματισμό με βάση την κινούμενη ή μη αφηγηματική εικόνα και την αναζήτηση μιας γλώσσας αφαίρεσης σε επίπεδο αφήγησης αλλά και φόρμας. Στις παλαιότερες μικρού μήκους ταινίες του, η πλοκή δεν έχει κυρίαρχη σημασία και τα γεγονότα είναι μικρά επεισόδια τα οποία εξελίσσονται με έναν σταθερό ρυθμό.

Η αλληλουχία των φωτογραφικών εικόνων σε συνδυασμό με το ηλεκτρονικό ηχόχρωμα ενισχύουν τη ρυθμικότητα, ενώ τα ασπρόμαυρα κινηματογραφικά του πλάνα υποβάλλουν τον θεατή. Στα μεταγενέστερα έργα του, καθώς η ιστορία αποκτά μεγαλύτερη σημασία, η εικόνα γίνεται κινούμενη και έγχρωμη, όπως παρατηρούμε για πρώτη φορά το 2011 στο Sequence Error. Στο νέο του έργο, με το οποίο ο Δρίβας εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 57η Μπιενάλε της Βενετίας, η αφήγηση είναι ιδιαίτερα πολυεπίπεδη, καθώς –όπως θα δούμε αναλυτικά αργότερα– διαφορετικές ιστορίες, μυθολογίες και πραγματικότητες συνυφαίνονται μεταξύ τους.

.


.
[1] David Campany (επιμ.), The Cinematic. Documents of Contemporary Art, Whitechapel and MIT Press, Λονδίνο/Κέμπριτζ 2007, σ. 115.
[2] http://fixit-emst.blogspot.gr/2009/07/un-documented-conversation-between-g.html
[3] Raymond Bellour, «The Pensive Spectator» (1984), στο D. Campany (επιμ.), The Cinematic. Documents of Contemporary Art, ό.π., σ. 119.
[4] Laura Mulvey, Death 24x a Second. Stillness and the Moving Image, Reaktion books, Λονδίνο 2006, σ. 181-196.
[5] http://fixit-emst.blogspot.gr/2009/07/un-documented-conversation-between-g.html

.

*Η Δάφνη Βιτάλη είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

.