Ο φωτογράφος του Magnum Abbas πέθανε στο Παρίσι την Τετάρτη 25 Απριλίου 2018, σε ηλικία 74 ετών. Σε μια πορεία που διήρκεσε έξι δεκαετίες, κάλυψε πολέμους και επαναστάσεις στη Μπιάφρα, το Μπαγκλαντές, τη Βόρεια Ιρλανδία, το Βιετνάμ, τη Μέση Ανατολή, τη Χιλή, την Κούβα και τη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ. Είχε επίσης καταγράψει τη ζωή στο Μεξικό εδώ και αρκετά χρόνια και συνέχισε με ένα δια βίου ενδιαφέρον για τη θρησκεία και τη διασταύρωση της με την κοινωνία.
Ο σημερινός πρόεδρος του Magnum Thomas Dworzak αποτίει φόρο τιμής στον παλαίμαχο φωτογράφο, ο οποίος για πολλούς στο πρακτορείο ήταν φίλος και μέντορας: «Ήταν ένας πυλώνας του Magnum, ένας νονός για μια γενιά νεότερων φωτορεπόρτερ. Ένας ιρανός που μεταφυτεύθηκε στο Παρίσι, ένας πολίτης του κόσμου που αποτύπωσε ασταμάτητα τους πολέμους, τις καταστροφές, τις επαναστάσεις τις αναταραχές και τις πεποιθήσεις του σε όλη τη ζωή του. Η απώλειά του έφερε σε όλους μας τεράστια θλίψη. Οι θεοί και οι άγγελοι όλων των μεγάλων θρησκειών του κόσμου που με τόσο πάθος φωτογράφησε ας είναι εκεί γι’ αυτόν.»
Ο Abbas, γεννημένος στον Ιράν, μετεγκαταστάθηκε στο Παρίσι και αφιερώθηκε στην καταγραφή της πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής κοινωνιών που εμπλέκονταν σε συγκρούσεις. Ο Abbas, εισήλθε στο Magnum το 1981, αφού προηγουμένως ήταν μέλος του Sipa (1971-1973) και του Gamma (1974-1980). Έγινε πλήρες μέλος του πρακτορείου το 1985.
«Ως παιδί, είχα μια ηρωική εικόνα στο μυαλό μου για τον πολεμικό ανταποκριτή: αυτός ταξίδευε, πήγαινε στον πόλεμο, κάλυπτε ιστορικά γεγονότα», έγραφε ο Abbas το 2017, αναφερόμενος στη φωτογραφική του δουλειά στο Βιετνάμ, το οποίο επισκέφθηκε αρκετές φορές από το 1972.
Από το 1978 έως το 1980, ο Abbas φωτογράφησε την επανάσταση στο Ιράν. Επέστρεψε στη χώρα το 1997 μετά από δεκαεπτά χρόνια εθελοντικής εξορίας. Το βιβλίο του Ημερολόγιο του Ιράν 1971-2002 είναι μια κριτική ερμηνεία της ιρανικής ιστορίας. Σε συνέντευξή του στο BBC Culture πέρυσι, μίλησε για την εμπειρία του από την καταγραφή της ιρανικής επανάστασης: «Ήξερα ‒ακόμη και όταν συνέβαινε- ότι μόνο μία φορά στη ζωή μου‒ δεν ήμουν μόνο κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, αλλά συμμετείχα κιόλας, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια». Περιγράφοντας τον εαυτό του ως «ιστορικό του παρόντος», εξήγησε ότι η απάντησή του σε εκείνους που προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από τη φωτογράφηση ήταν να τους πει, στα Φαρσί: «Αυτό είναι για την ιστορία».
Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του ταξίδευε συνεχώς. Μεταξύ του 1983 και του 1986 ταξίδεψε στο Μεξικό, προσπαθώντας να φωτογραφίσει μια χώρα ως μυθιστοριογράφος. Η έκθεση και το βιβλίο που προέκυψε, Return to Mexico: Journeys Beyond the Mask, συνέβαλε καθοριστικά στη φωτογραφική αισθητική του.
Το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία πυροδότησε η ιρανική επανάσταση και από το 1987 έως το 1994 επικεντρώθηκε στην άνοδο του ισλαμισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Το πρότζεκτ του Allah O Akbar: A Journey Through Militant Islam, το αντίστοιχο βιβλίο και η έκθεση που προέκυψαν και κυκλοφόρησαν σε είκοσι εννέα χώρες και τέσσερις ηπείρους, τράβηξαν την προσοχή μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Τότε χαρακτηρίστηκε ως προφήτης και ο ίδιος σχολίασε: «Αφού κάλυψα την ιρανική επανάσταση για δύο χρόνια, θα μπορούσα να δω ότι το κύμα θρησκευτικού πάθους που έθεσε ο Χομεϊνί στο Ιράν δεν επρόκειτο να σταματήσει στα σύνορα του Ιράν, επρόκειτο να εξαπλωθεί σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο.»
Ένα μεταγενέστερο βιβλίο, Faces of Christianity: A Photographic Journey (2000), και μια περιοδεύουσα έκθεση διερεύνησαν τον Χριστιανισμό ως πολιτικό, τελετουργικό και πνευματικό φαινόμενο.
Το έντονο ενδιαφέρον του για τη θρησκεία τον οδήγησε το 2000 να ξεκινήσει ένα έργο σχετικά με τον ανιμισμό, στο οποίο επεδίωκε να ανακαλύψει γιατί η μη ορθολογική τελετουργία επανεμφανίστηκε σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο καθορισμένο από την επιστήμη και την τεχνολογία. Ο ίδιος εγκατέλειψε το εγχείρημα αυτό το 2002, κατά την πρώτη επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, για να ξεκινήσει ένα νέο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα σχετικά με τη σύγκρουση των θρησκειών, περισσότερο οριζόμενη ως πολιτισμικό ζήτημα παρά ως ζήτημα πίστης, κάτι το οποίο θεωρούσε ότι μετατρεπόταν σε πολιτικές ιδεολογίες και ως εκ τούτου σε μία από τις πηγές των στρατηγικού χαρακτήρα συγκρούσεων του σύγχρονου κόσμου.
Από το 2008 έως το 2010 ταξίδεψε στον κόσμο του Βουδισμού, φωτογραφίζοντας με το ίδιο σκεπτικιστικό μάτι. Το 2013, ολοκλήρωσε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα για τον Ινδουισμό. Το βιβλίο του 2016, Gods I’ve Seen, είναι το αποκορύφωμα αυτής της δουλειάς. Είναι μια εκπληκτική οπτική εξερεύνηση του σύγχρονου Ινδουισμού, που συλλαμβάνει τον μυστικισμό των αρχαίων τελετουργιών, καθώς συνυφαίνονται με τις καθημερινές τελετουργίες και δραστηριότητες των Ινδουιστών στην Ινδία και πέρα από αυτήν. Μέχρι το θάνατό του, ο συνέχισε να διερευνά τη θρησκεία, με επίκεντρο την ντοκουμενταρίστικη καταγραφή του Ιουδαϊσμού σε όλο τον κόσμο.
Ο Abbas κατείχε μια θέση που κάλυπτε τόσο το φωτορεπορτάζ όσο και την τέχνη. «Συνήθιζα να αποκαλώ τον εαυτό μου φωτορεπόρτερ και ήμουν πολύ περήφανος για αυτό», έγραφε για το Magnum το 2017. «Η επιλογή ήταν να σκεφτείς τον εαυτό σου είτε ως φωτορεπόρτερ είτε ως καλλιτέχνη. Δεν ήταν από ταπεινοφροσύνη που εγώ αποκαλούσα τον εαυτό μου φωτορεπόρτερ, αλλά από αλαζονεία. Σκέφτηκα ότι το φωτορεπορτάζ ήταν ανώτερο, αλλά τώρα πια δεν με αποκαλώ φωτορεπόρτερ, διότι αν και χρησιμοποιώ τις τεχνικές ενός φωτορεπόρτερ και δημοσιεύω σε περιοδικά και εφημερίδες, δουλεύω σε βάθος και σε μεγάλες χρονικές περιόδους».
Σύμφωνα με τον Abbas, υπάρχουν δύο προσεγγίσεις στη φωτογραφία: «η μία να γράφεις με το φως και η άλλη να σχεδιάζεις με το φως. Η σχολή του Henri Cartier-Bresson, σχεδίαζε με το φως. Η μεμονωμένη εικόνα ήταν πρωταρχικής σημασίας για αυτούς. Για μένα, αυτό δεν ήταν ποτέ το ζήτημα. Οι εικόνες μου είναι πάντα μέρος μιας σειράς, ενός δοκιμίου. Κάθε εικόνα πρέπει να είναι αρκετά καλή για να σταθεί μόνη της, αλλά η αξία της βρίσκεται στο να είναι μέρος ενός μεγαλύτερου έργου».
Αν και η επίσημη βιογραφία του δηλώνει ότι είναι «γεννημένος φωτογράφος», ο Abbas είπε πέρυσι στο Magnum πως ένα road trip στη Νέα Ορλεάνη το 1968 τον έκανε «επαγγελματία». Εξήγησε πώς μέσω της δημιουργίας του πρώτου του φωτογραφικού δοκιμίου έμαθε τη σημασία της αλληλουχίας των εικόνων στο χτίσιμο μιας αφήγησης. «Δεν το ήξερα τότε, αλλά η σημασία που αποδίδω στην αλληλουχία των εικόνων στο έργο μου ξεκίνησε εκεί και αυτοί που είναι εξοικειωμένοι με το έργο μου γνωρίζουν ότι όταν αναφέρομαι στον εαυτό μου ως φωτογράφο εννοώ κάποιον που γράφει με το φως».