O Federico Clavarino (Τορίνο, 1984) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιταλία. Σπούδασε αρχικά Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή και το 2007 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ξεκίνησε σπουδές Φωτογραφίας με τον Fosi Vegue στη σχολή Blank Paper. To 2010 εκδόθηκε το πρώτο του έργο La Vertigine (Fiesta Ediciones) με τη μορφή μικρού φωτογραφικού δοκιμίου. Ένα χρόνο αργότερα εκδόθηκε το πρώτο φωτογραφικό του βιβλίο με τίτλο Ukraina Pasport (Fiesta Ediciones) που απέσπασε τιμητική διάκριση στο φεστιβάλ Photoespaña ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2011. Την ίδια εποχή ξεκίνησε να διδάσκει Φωτογραφία στην Blank Paper. Το 2014 εκδίδεται το βιβλίο του Italia o Italia (Akina Books) που έλαβε αρκετές θετικές κριτικές και εκτέθηκε το 2015 στο Διεθνές Φεστιβάλ Φωτογραφίας της Ρώμης. Ένα χρόνο αργότερα εκδόθηκε το πιο πρόσφατο έργο του Τhe Castle (Dalpine) που παρουσιάστηκε σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ (PhotoEspaña 2016, Les Rencontres d’Arles 2017) και γκαλερί (Viasaterna στο Μιλάνο, Temple στο Παρίσι). Το 2014 έλαβε βραβείο επιχορήγησης La Caixa Foundation Fotopres για το πρότζεκτ Hereafτer, το οποίο εκτέθηκε για πρώτη φορά στο CaixaForum της Βαρκελώνης και σύντομα θα εκδοθεί ως βιβλίο. Η δουλειά του αντιπροσωπεύεται από τη γκαλερί Viasaterna.
Ο Γιώργος Καραηλίας συνομίλησε με τον Federico Clavarino για το έργο του και το ρόλο της Ιστορίας και της κοινωνιολογίας σε αυτό, για τα ποικίλα εκφραστικά μέσα που συγκροτούν το προσωπικό του ιδίωμα, για την επίδραση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας της νότιας Ευρώπης στη φωτογραφική δημιουργία, για τη δομή και τη λειτουργία του φωτογραφικού βιβλίου. Ο Γιώργος Καραηλίας επιμελείται την παρουσίαση του έργου του Clavarino The Castle, σε διάλογο με το C.E.N.S.U.R.A. του Julián Barón, σε μία ενιαία επιμελητική πρόταση, η οποία θα αποτελέσει κομμάτι της κεντρικής έκθεσης του MedPhoto Festival Critical Archive III: Identities, που θα πραγματοποιηθεί προσεχώς στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης στο Ρέθυμνο.
.
.
Federico, προτείνω να εστιάσουμε κυρίως σε δύο από τα έργα σου, τα Italia o Italia (Ιταλία ή Ιταλία) και The Castle (Το Κάστρο), τόσο επειδή τα θεωρώ ένα είδος διλογίας όσο κι επειδή το δεύτερο θα παρουσιαστεί σύντομα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του MedPhoto Festival στην Κρήτη. Ωστόσο δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε μία σύντομη αναφορά σε δύο πρότζεκτ που προηγούνται αυτών και νομίζω ότι στο πρώτο σου έργο La Vertigine (2010, Fiesta Ediciones) διαφαίνονται τα φορμαλιστικά στοιχεία που αργότερα θα συμβάλουν στο προσωπικό σου φωτογραφικό ιδίωμα: τα κλειστά κάθετα κάδρα, η αίσθηση γλυπτικότητας που μεταδίδουν πολλές εικόνες σου, ο προβληματισμός πάνω στην υλικότητα των πραγμάτων. Από την άλλη, στο La Vertigine είναι πιο αχνά τα συμβολικά φορτία και ο στοχασμός πάνω στην Ιστορία που χαρακτηρίζουν τα πιο πρόσφατα έργα σου.
Έτσι είναι, συν κάποια πράγματα ακόμα. Από την μία πλευρά, είναι το αποτέλεσμα της μαθησιακής μου έρευνας, η προσπάθεια κατάκτησης ενός ύφους που να το νιώθω δικό μου και που να ανταποκρίνεται στις εκφραστικές μου ανάγκες. Εκεί μέσα υπάρχουν οι δυνατές φωνές του Ralph Gibson, του André Kertész, του Paulo Nozolino και πολλών άλλων αλλά, επίσης, κι αυτό που ονομάζεις “γλυπτικό στοιχείο” ή, καλύτερα, ένας τρόπος διαχείρισης του χώρου: εκείνη την εποχή με ενδιέφεραν ιδιαίτερα καλλιτέχνες όπως οι Malevich, Klee, Kandinsky, Franz Marc, Rothko κ.ά. Από την άλλη πλευρά, το βασικό θέμα του La Vertigine (στα ελληνικά Ο Ίλιγγος) αφορά τον χρόνο: η “στροβιλώδης” στιγμή ως απάντηση στην “αποφασιστική” στιγμή του Bresson, ο χρόνος μιας χειρονομίας που περιέχει υπάλληλους χρόνους σε διαρκή ένταση. Η ιδέα ήταν να κατασκευαστεί μία πορεία για τον θεατή από σελίδα σε σελίδα, μέσω της ρυθμικής περιδίνισής του σε ζεύγη αντιθέτων (άδειο/γεμάτο, στατικό/δυναμικό κλπ.) που επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη αντήχηση δύο εικόνων σε κάθε δισέλιδο.
Έπειτα έρχεται το Ukraina Pasport (2011, Fiesta Ediciones) και μαζί του έρχεται το χρώμα, αν και με μία παλέτα περιορισμένη και κάπως “ξεθωριασμένη”, ενώ παράλληλα υπάρχει κι ένα διακριτικό αλλά εμφανές κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Το πρότζεκτ τελικά παρουσιάστηκε σε μία έκδοση που έμοιαζε με ουκρανικό διαβατήριο. Μίλησέ μας λίγο για όλες αυτές τις επιλογές.
Είναι η πρώτη έγχρωμη δουλειά μου και η πρώτη με την οποία ανοίχτηκα σε πιο κοινωνική θεματολογία, με αρκετή επιτυχία νομίζω. Ξεκίνησα να πειραματίζομαι με μια αρκετά ελεγχόμενη χρωματική παλέτα, προκειμένου να εστιάσω πιο αποτελεσματικά στο συναισθηματικό στοιχείο. Επίσης, δούλεψα τις θεματικές σεκάνς σε μία κυκλική δομή και πιστεύω ότι και τα δύο αυτά στοιχεία, χρώμα και κυκλικού τύπου διαδοχικότητα των εικόνων, μαζί με κάποια ακόμα, όπως η περίπλοκη σχέση παρελθόντος και παρόντος καθώς και η σημειολογία της εξουσίας, εμφανίζονται σε εμβρυακή μορφή στο Ukraina Pasport και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν στο Italia o Italia. Το Ukraina Pasport έχει ένα πιο οικείο χαρακτήρα, κάτι σαν προσωπικό ταξιδιωτικό σημειωματάριο, ανάμεσα στο καταγραφικό και το αυτοβιογραφικό, ανάμεσα στις ιστορικο-πολιτικές αναφορές και τις απλές φωτογραφίες του κόσμου που συναντούσα. Η μορφή του διαβατηρίου, λοιπόν, σχετίζεται με αυτό, με την ταξιδιωτική εμπειρία, αλλά και με την προσπάθεια να αποφύγω το συμβατικό φορμά του φωτογραφικού βιβλίου και την αναγκαιότητα ενός κανονικού τίτλου˙ στην ουσία το έργο μου μετατρέπεται σε κοινόχρηστο αντικείμενο, του οποίου οικειοποιείται το χρηστικό τίτλο και τη σημασία.
Το επόμενο πρότζεκτ σου αφορά την χώρα καταγωγής σου, μολονότι το πραγματοποίησες ενώ ζούσες στη Μαδρίτη. Το Italia o Italia (2014, Akina Books) μας θέτει πολλά ζητήματα, τόσο αυτά που έχουμε ήδη δει στα προηγούμενα έργα σου όσο και αρκετά καινούρια: φορμαλιστικά, τα κάθετα κάδρα αποτελούν το αποκλειστικό οπτικό φορμά, το γλυπτικά εμπλέκονται με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, το κοκκινωπό χρώμα του πηλού διαχέεται σε διάφορα υλικά και μορφές και δίνει τον βασικό χρωματικό τόνο του βιβλίου. Αλλά πέρα από τη φόρμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα νέα στοιχεία που εισχωρούν στις εικόνες σου: από τη μία πλευρά το βάρος της “απολιθωμένης” Ιστορίας κι από την άλλη το τετριμμένο της καθημερινότητας, παρουσιασμένα σε οπτικά θραύσματα που σχεδόν αναιρούν την αφηγηματική αυτονομία της μεμονωμένης εικόνας. Το βιβλίο μοιάζει σαν ένα νεκροταφείο υλικών στοιχείων, συμβόλων και προστακτικών χειρονομιών που αφήνουν στο θεατή την αίσθηση μιας υφέρπουσας και χρόνιας ασθένειας.
Μου αρέσει η αναφορά σου σε μία ασθένεια και μάλιστα υφέρπουσα και χρόνια. Επίσης αυτό για το μνημειακό και το καθημερινό, καθώς αποτελούν κάποιους από τους βασικούς άξονες της δουλειάς μου, όπως και του προσωπικού μου τρόπου αντιμετώπισης του Χρόνου, της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Μας διδάσκεται μία απολιθωμένη Ιστορία, αποτελούμενη απλά από διαδοχικά σημεία που συνδέονται με σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος, μία ξεκάθαρη γραμμή, στην οποία αναγνωρίζει κανείς τις επιρροές τόσο της χριστιανικής σκέψης όσο και του θετικισμού και του σύγχρονου τεχνοκρατισμού. Συνήθως αυτά τα σημεία είναι γεγονότα που συμπίπτουν με την παγίωση της γενεαλογίας των διάφορων μορφών εξουσίας. Το ίδιο, θα έλεγα, ότι συμβαίνει και με το τοπίο, τόσο τοπογραφικά όσο και πολιτισμικά: το μνημείο, για παράδειγμα, είναι ο τόπος όπου η παρελθούσα εξουσία έχει ραντεβού με την τρέχουσα, εκεί όπου συναντιούνται η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με το φασισμό ή η ιταλική Αναγέννηση με τον τουρισμό, μία από τις βασικές εκφάνσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής μεταφυσικής. Θεώρησα σημαντικό να υπογραμμίσω αυτήν ακριβώς τη διαδικασία και να την αντιστρέψω. Γι αυτό το λόγο υπάρχουν στο βιβλίο τόσες αναφορές στο μνημειακό και όλες αυτές οι προστακτικές χειρονομίες, παράλληλα, όμως, υπάρχει κι ένα τραγούδι αγάπης για το καθημερινό αντικείμενο και για τα απομεινάρια της Ιστορίας. Η πρόκληση δεν ήταν απλά αντιπαραθέσω τα ετερόκλητα αντικείμενα αλλά, κυρίως, να τα εντάξω σε μία ακολουθία ή, ακόμα καλύτερα, να φτιάξω ένα νέο τοπίο από τα θραύσματά τους. Περίπου στα μισά της δημιουργικής διαδικασίας του Italia o Italia αποφάσισα ότι πρωτίστως με ενδιέφερε να κατασκευάσω ένα δομικό χώρο παρά να πω μια ιστορία, ήθελα το βιβλίο να μπορεί με κάποιο τρόπο να περπατηθεί και να κατοικηθεί μέσω του βλέμματος. Γι αυτό και οι εικόνες μεταφέρονται από τη μία σελίδα στην άλλη, γι αυτό υπάρχει ένα παιχνίδι με σύμβολα που ξαναεμφανίζονται και για τον ίδιο λόγο υπάρχουν δομικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός εσωτερικού τοπίου μέσα στο βιβλίο-αντικείμενο.
Στη συνέχεια από το ειδικό στο γενικό κι από την Ιταλία στην Ευρώπη. Το The Castle μοιάζει τέκνο του Italia o Italia, αν και σαφώς πιο πολύπλοκο ως προς τη δομή: είναι χωρισμένο σε κεφάλαια που αποτελούν ένα τρόπο οργάνωσης του υλικού και μία προτεινόμενη αφηγηματική σύνθεση των οπτικών θραυσμάτων, ενώ οι εικόνες δεν τοποθετούνται μία ανά σελίδα, όπως στο Italia o Italia, αλλά σε συνθέσεις που πλέουν στον ουδέτερο χώρο, στο λευκό του χαρτιού. Επιπλέον, η Ιστορία δεν παρουσιάζεται μόνο ως απολιθωμένα ευρήματα αλλά επίσης ως ένα ανοιχτό τραύμα, αυτό που μας επισημαίνει το πρώτο κεφάλαιο με την άμεση αναφορά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας. Τέλος, ο τίτλος μας εισάγει άμεσα στην ιδέα της “Ευρώπης-Φρούριο”, ενώ μας παραπέμπει και σε ένα άλλο δυστοπικό κάστρο, τον Πύργο (στα αγγλικά The Castle) του Κάφκα. Εδώ πρέπει να σου ομολογήσω ότι έχω κάποιες ενστάσεις για το βαθμό που η παραπομπή αυτή επιβάλλει μία συγκεκριμένη ανάγνωση του έργου σου υπό το βάρος της καφκικής σκιάς.
Όντως, σε αυτή τη δουλειά αντιλαμβάνομαι την Ευρώπη ως ανοιχτό τραύμα και μάλιστα ο αρχικός τίτλος ήταν The Wound, η Πληγή. Η δομή του βιβλίου είναι πιο ανεπτυγμένη απ΄ ότι στο Italia o Italia: υπάρχει ένας πρόλογος όπου, μέσω της υπέρθεσης διαφορετικών τόπων, εισάγεται ο χρόνος του τραύματος που ακολουθείται από το ξεδίπλωμα των συμπτωμάτων και μία “παρανοϊκή” κατασκευή στα επόμενα κεφάλαια. Ο επίλογος είναι κάτι σαν τελικές σημειώσεις, σαν ένα μικρό ποίημα. Το Κάστρο, σε αντίθεση με αυτό που λες, αποτελεί μία αναφορά τόσο σε αυτό που ορίζει μία δομή και μία ταυτότητα όσο και στο μυθιστόρημα του Κάφκα. Ένας από τους βασικούς άξονες της συγκεκριμένης δουλειάς είναι η εξουσία, δηλαδή ο τρόπος που η εξουσία καθορίζει το χώρο και την κουλτούρα. Το Κάστρο είναι μία ερμητική κι αμυντική κατασκευή και κάποιος θα μπορούσε να μείνει σ΄αυτό και τέλος, ωστόσο εμένα δεν μου φαίνεται αρκετό. Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στο παιχνίδι ό,τι με ενδιαφέρει από το έργο του Κάφκα και που θα συνόψιζα σε δύο πράγματα: πρώτον, η άμεση σχέση της εξουσίας, που πηγάζει από αυτή τη δομή, με τη λειτουργία της γλώσσας˙ για παράδειγμα, τα διατάγματα του Κάστρου αποτελούν ένα πολύπλοκο και παράλογο σύνολο κανόνων κι εθίμων που συνιστά τον κώδικα της καθημερινότητας των κατοίκων του γειτονικού χωριού. Είναι ο νόμος που έχει μετατραπεί σε ζωή. Υπ΄ αυτή την έννοια, το Κάστρο ουσιαστικά δεν βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου αλλά μέσα στον καθένα απ΄τους κατοίκους, στον καθένα από εμάς, γι αυτό και στο The Castle υπάρχει μία διαρκής σύντηξη σωμάτων, συμβόλων και αρχιτεκτονικών στοιχείων. Δεύτερον, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο ρόλος του Κ, του πρωταγωνιστή, που είναι αυτός που ξεγυμνώνει το νόμο και μας δείχνει την κενότητά του.
Η Ευρώπη στο The Castle παρουσιάζεται δίχως χρώμα κι αυτή είναι άλλη μία σημαντική διαφορά με το Italia o Italia. Ποιο είναι το κίνητρο πίσω από αυτή την επιλογή;
Κάτι πολύ απλό, χωρίς ιδιαίτερο μυστήριο: καταρχήν, χρειαζόμουν ένα είδος αποτοξίνωσης από το χρώμα. Συνήθως δουλεύω το χρώμα κάπως εμμονικά, κάνοντας αναλογικές εκτυπώσεις που εν συνεχεία σκανάρω, διαδικασία εξαντλητική και αποθαρρυντική. Το χρώμα για μένα έχει τεράστια σημασία, καθώς μία ελάχιστη διαφοροποίηση στους τόνους μπορεί να συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της εσωτερικής έντασης κάθε εικόνας – και τα χρώματα είναι συναίσθημα, είναι όπως η μουσική. Μπορείς να τα συντονίσεις ή να τα αποσυντονίσεις, αλλά κάθε επιλογή έχει τη σημασία της στο συναισθηματικό επίπεδο. Το ασπρόμαυρο μου επιτρέπει να ξεφύγω απ΄όλη αυτή την τρέλα, να νιώσω ελεύθερος φωτογραφίζοντας σε εσωτερικούς χώρους με διαφορετικούς φωτισμούς, δίχως να σκέφτομαι το πώς αυτό θα επηρεάσει το χρώμα, όπως και συνέβη με το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Σταδιακά αυτή η επιλογή αποδείχτηκε πολύ σημαντική, επειδή στο The Castle η κάμερα λειτουργεί σαν ένα τετράδιο οπτικών σημειώσεων και η απουσία χρώματος δεν επηρεάζει τον τρόπο ανάγνωσής τους˙ τα πάντα υπάρχουν σε ένα χώρο συναισθηματικά ουδέτερο και σε ενιαίο επίπεδο, ώστε ο θεατής να μπορεί να παρατηρεί τις συνέχειες κι ασυνέχειες ανάμεσα στην εικόνες από την ίδια απόσταση.
Στο διάσημο ντοκυμανταίρ Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (1929) ο Dziga Vertov παρουσιάζει στην εισαγωγή ένα είδος μανιφέστου σχετικά με “…τη δημιουργία μιας διεθνούς, πρωτότυπης κι απόλυτης κινηματογραφικής γλώσσας, στη βάση του παντελούς διαχωρισμού της από τη γλώσσα του θεάτρου και της λογοτεχνίας”. Προεκτείνοντάς το στο χώρο της στατικής εικόνας, φαίνεται ότι στη μοντερνιστική της περίοδο υπήρξε μία έντονη αναζήτηση των εγγενών κι αυτόνομων χαρακτηριστικών του φωτογραφικού μέσου. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, παρατηρείται ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με το αφήγημα και την αφηγηματικότητα στο φωτογραφικό έργο, του δικού σου συμπεριλαμβανομένου. Δεδομένου του ότι έχεις επίσης σπουδάσει Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή, ποια είναι η άποψή σου για το ζήτημα;
Δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “αφήγηση” για ό,τι έχω κάνει στο The Castle ή, τουλάχιστον, δεν θα το έκανα χωρίς να επανεξετάσουμε τον όρο “αφήγηση”, πράγμα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν πολύ χρήσιμο γενικά. Μάλιστα οι χαρακτηρισμοί “απόλυτη γλώσσα” και “εγγενή χαρακτηριστικά” μου προκαλούν μια κάποια ενόχληση. Απ΄ ό,τι αποκαλούμε “μοντερνισμό” (που είναι μία λέξη απαίσια που την ξεπερνάει σε ασχήμια μόνο η λέξη “μεταμοντερνισμός”) με ενδιαφέρει ακριβώς το αντίθετο, συμπεριλαμβάνοντας και το φιλμ του Vertov, ο οποίος κινηματογραφεί και μοντάρει με ένα χαρακτηριστικά συναισθηματικό ρυθμό, πολύ συγγενή με την ποίηση. Με ενδιαφέρει, λοιπόν, ο τρόπος που οι πρωτοπόροι συνέβαλαν στη διεύρυνση των εκφραστικών μας δυνατοτήτων. Χωρίς απαραίτητα να αποτελεί σημείο ιστορικής τομής, κατάφεραν, νομίζω, να διαρρήξουν το κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα, προκειμένου να επικοινωνήσουν με διαφορετικές παραδόσεις, με ό,τι είχε παραμερίσει ο κυρίαρχος λόγος, από την αρχέγονη τέχνη ως τα τυχαία ευρήματα κι αντικείμενα. Η φωτογραφία έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά: χάρη σ΄αυτή, για πρώτη φορά μπορούσε κανείς να δει μία αφρικάνικη μάσκα σ΄ένα παρισινό μουσείο, έστω και σε αναπαραγωγή, ή να κάνει κολλάζ ή να συνθέσει από διαδοχικά καρέ την ψευδαίσθηση της κίνησης στο χρόνο. Γι αυτό δεν μπορώ να πιστέψω στην αυτονομία της φωτογραφικής εικόνας και προφανώς ούτε στην αυτονομία της Tέχνης, γιατί όλα τελικά συνδέονται μεταξύ τους. Σήμερα κυριαρχούν οι αγορές, οι θεσμικοί οργανισμοί και τα ΜΜΕ, καθένα με τους δικούς του κανόνες και συμφέροντα. Αυτοί οι μηχανισμοί υπαγορεύουν τις σύγχρονες αφηγήσεις και ορίζουν τα φωτογραφικά είδη, ποια φωτογραφία είναι τέχνη, ποια ντοκουμέντο κλπ., καθώς και τους τόπους και τρόπους παρουσίασής τους. Οι ίδιοι μηχανισμοί δημιούργησαν τη λογική της αυτόνομης αξίας της φωτογραφίας, συμβολικά και οικονομικά. Εγώ προτιμώ να κάνω κυρίως βιβλία, γιατί μου επιτρέπουν να μεταφέρω την πολυπλοκότητα ενός έργου αποτελούμενου από πολλές εικόνες σε ένα αντικείμενο αρκετά ευέλικτο και προσβάσιμο, παρά τους όποιους περιορισμούς. Το θέμα είναι ότι συνήθως αυτά τα φωτογραφικά βιβλία κυκλοφορούν εντός ενός στενού κύκλου ειδικών και θιασωτών κι αυτό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα. Ίσως μία λύση να ήταν οι νέες τεχνολογίες, όπως οθόνες, ηλεκτρονικές συσκευές, κοινωνικά δίκτυα κλπ., αλλά βλέπω κι εκεί κάποιες δυσκολίες: από τη μία, την κυριαρχία και τον έλεγχο των μεγάλων εταιρειών που στοχεύουν στον εφήμερο καταναλωτισμό (Facebook, Instagram, Snapchat κ.ά.) και που δυσχεραίνουν τη δημιουργία πολυσύνθετου περιεχομένου σ΄αυτά˙ από την άλλη, ομολογώ ότι δεν συνηθίζω να βλέπω σοβαρά έργα σε οθόνη, κυρίως λόγω των περιορισμών που θέτουν στην κλίμακα και το μέγεθος.
Είσαι Ιταλός, ζεις αυτή τη στιγμή στην Πορτογαλία, έχεις εξελίξει μεγάλο μέρος της δημιουργικής σου πορείας στην Ισπανία και σύντομα θα δούμε το The Castle στην Κρήτη, σε ένα μεσογειακό φεστιβάλ φωτογραφίας. Σε μία συνέντευξή σου είχες μιλήσει για τη φωτογραφία στον ευρωπαϊκό Νότο, επισημαίνοντας κάποιες “περιφερειακές” διαφορές σε σχέση με τη βορειο-δυτική Ευρώπη. Πιστεύεις ότι υπάρχει μία ιδιαίτερη “δυναμική του Νότου” όσον αφορά την τρέχουσα φωτογραφική παραγωγή, σε διάλογο με την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της νότιας Ευρώπης;
Δεν ξέρω αν υπάρχει μια τέτοια δυναμική σε επίπεδο φωτογραφικής ή γενικά καλλιτεχνικής παραγωγής, σίγουρα όμως υπάρχουν κοινές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Έχουμε ισχυρές ολιγαρχίες, οικονομίες σε κρίση, αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεγάλη διαφθορά και, βέβαια, την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο περιθώριο του σύγχρονου διαλόγου περί Πολιτισμού στην Ευρώπη, τον οποίο διαμορφώνει μία αγγλο-γαλλο-γερμανική ηγεμονία. Είναι αναμενόμενο, βέβαια, καθώς εκεί βρίσκονται οι ισχυρές οικονομικές και πολιτικές ηγεμονίες. Επίσης έχουμε κοινές ιστορικές συνισταμένες, όπως, για παράδειγμα, η εμπειρία φασιστικών δικτατοριών κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αυτή τη στιγμή τα τέσσερα κράτη του Νότου που ανέφερες αποτελούν κατά βάση τουριστικούς προορισμούς για την υπόλοιπη Ευρώπη και όχι μόνο, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό, όπως την αύξηση του κόστους κατοικίας ή τη μετατροπή του αστικού τοπίου σε καρτ-ποστάλ, για να αναφέρω δύο απλά παραδείγματα. Μεταβαλλόμαστε σταδιακά σε προϊόντα ενός ιδιότυπου οριενταλισμού κι εξωτισμού, ως υποκείμενα κι αντικείμενα ταυτόχρονα: όλοι εκτιμούμε την κουλτούρα μας χάρη στο “μεγαλείο” του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού, ωστόσο στο παρόν μοιάζουμε συμπαθητικοί αν και κάπως τεμπέληδες άνθρωποι, κάτι σαν ενδιαφέροντες ιθαγενείς που έχουν να επιδείξουν ηλιόλουστα τοπία και παραδοσιακή κουζίνα. Εντός αυτού του πανοράματος μοιάζει αφενός δύσκολο να προβάλουμε άλλα πράγματα που μοιραζόμαστε, όπως, για παράδειγμα, το ότι έχουμε κοινωνίες λιγότερο ατομικιστικές και δύσκαμπτες κι αφετέρου πιο εύκολο να καταλήξουμε σε νεο-ρομαντικές, νεο-εθνικιστικές και νεο-φασιστικές ρητορικές. Ίσως να συμβαίνει κάτι ανάλογο και στο πεδίο της πολιτιστικής παραγωγής: μέσα στο γενικό ευρωπαϊκό ρεπερτόριο, η θέση μας συχνά είναι στον τομέα των “εθνικών πολιτισμών” και πρέπει να κάνουμε τεράστια προσπάθεια για να τοποθετηθούμε στο χάρτη του “σύγχρονου πολιτισμού”. Κάποιες φορές το προσπαθούμε μιμητικά, για παράδειγμα κάνοντας “αμερικανική”, “γερμανική” ή “γιαπωνέζικη” φωτογραφία, αλλά δύσκολα μπορεί να βγει κάτι ενδιαφέρον με αυτό τον τρόπο. Είναι όπως τα νεανικά μουσικά συγκροτήματα στην Ισπανία και στην Ιταλία που προσπαθούν να κάνουν τραγούδια στα αγγλικά, αλλά είναι πολύ δύσκολο να παραγάγουν κάτι εξίσου ενδιαφέρον με τα αντίστοιχα αμερικανικά ή αγγλικά συγκροτήματα. Φυσικά, δεν αρνούμαι την επιδραστικότητα ή την οικειοποίηση στην πολιτιστική παραγωγή, εννοείται πως οι Ισπανοί δεν θα κάνουν μόνο φλαμένκο και οι Ιταλοί μόνο ταραντέλλα. Μία ενδιαφέρουσα λύση θα μπορούσε να είναι η κατασκευή ενός δικτύου από ανεξάρτητους θεσμούς και οργανώσεις, φεστιβάλ, εκδοτικούς οίκους και δημιουργούς σε μεσογειακό επίπεδο, το οποίο θα υποστήριζε ευρέως την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, αποτελώντας τόσο πλατφόρμα προβολής κι επικοινωνίας της καλλιτεχνικής παραγωγής όσο και διοργανωτή σημαντικών εκθέσεων και πολιτιστικών γεγονότων. Όταν διαθέτεις λίγα, είναι καλύτερο να μοιράζεσαι πράγματα με άλλους.
Τι θα δούμε στο MedPhoto Festival από το The Castle; Πώς επιλύθηκε το πρόβλημα της μεταφοράς της σύνθετης δομής του βιβλίου στον τοίχο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ρεθύμνου;
Η εκθεσιακή πρόταση για το MedPhoto αποτελεί προσαρμογή ενός ενιαίου έργου αποτελούμενου από περίπου 130 εικόνες στις απαιτήσεις ενός περιορισμένου εκθεσιακού χώρου. Επιπλέον, πρόκειται για συλλογική έκθεση με κοινούς –αν και ανοιχτούς– εννοιολογικούς άξονες. Όσον αφορά το The Castle, έχει δημιουργηθεί ένα είδος ελεύθερης σύνοψης των θεμάτων του βιβλίου. Είναι, ας πούμε, σα να μετατρέπεις μία πραγματεία σε μικρό ποίημα, σε ένα σονέτο, σα να πιάνεις εκ νέου την πλοκή ενός τελειωμένου έργου και να δοκιμάζεις νέους συνδυασμούς.
Με τι ασχολείσαι δημιουργικά αυτή την εποχή; Τι περιμένουμε από σένα προσεχώς;
Αυτή τη στιγμή με απασχολούν δύο πρότζεκτ μακράς διάρκειας που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μία νέα διλογία, καθώς διαπραγματεύονται ως ένα βαθμό κοινά θέματα. Το πρώτο, που ήδη έχει τελειώσει, είναι το Hereafter και αποτελεί ένα οικογενειακό έπος που διαπραγματεύεται την κληρονομιά του αποικιακού φαντασιακού μέσω ενός συμπλέγματος ανέκδοτων ιστοριών που διασταυρώνονται με το επίσημο ιστορικό αφήγημα. Είναι μία σύνθεση αντικειμένων-ευρημάτων, οικογενειακού αρχείου, φωτογραφιών κι αποσπασμάτων από συνεντεύξεις, ένα μεικτό υλικό πλεγμένο σε ένα τόμο περίπου τετρακοσίων σελίδων. Μάλλον πρόκειται για το πιο φιλόδοξο πρότζεκτ που έχω κάνει ως τώρα και βρίσκομαι σε διαδικασία αναζήτησης εκδότη για να γίνει βιβλίο. Παράλληλα, εξετάζω διάφορες δυνατότητες συνολικής έκθεσής του, καθώς μέχρι στιγμής έχω παρουσιάσει μόνο ένα τμήμα του σε μία συλλογική έκθεση. Το δεύτερο πρότζεκτ βρίσκεται σε φάση εξέλιξης και θα έλεγα ότι είναι κάτι ανοιχτό, σύνθετο και πιο υβριδικό, αν και ακόμα δεν ξέρω πως θα τελειώσει. Αφετηρία του είναι ένα αρχιπέλαγος κοντά στη Μασσαλία και αντλεί περιεχόμενο από μια σειρά ερευνών σε διαφορετικά πεδία, διατρέχοντας τη λογοτεχνία, την ιστορία της τέχνης και διάφορα τρέχοντα ζητήματα.
.
.
*κεντρική φωτό: © Federico Clavarino, Italia o Italia (Akina Books, 2014)