«Ήταν όλοι φίλοι μου», μού είπε κάποια στιγμή, «άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, μα όλους τους φωτογράφιζα». Ήταν δέκα χρόνια πριν, στην έκθεση «Γραφείο με θέα. Φωτογραφίες 1948-1981» του Μάριο Βίττι στο Μέγαρο Εϋνάρδου. Εκεί τον συνάντησα τυχαία (καθώς συνεργαζόμουν εκείνο το διάστημα με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας) στο στήσιμο της έκθεσής του, που ακολούθησε την έκδοση του ομώνυμου βιβλίου του (ΜΙΕΤ, 2007). Μετά τις εκατέρωθεν συστάσεις, και με αφορμή τα ακουμπισμένα στο δάπεδο κάδρα, συζητήσαμε για το βιβλίο. Ένα έργο με εικόνες μιας άλλης εποχής που, ίσως, πέρασε ανεπιστρεπτί. Πρόσωπα τόσο πια μακρινά… Αλλά ταυτόχρονα τόσο κοντινά και οικεία αφενός χάριν του έργου τους και της αύρας που εξέπεμπαν και εξακολουθούν να εκπέμπουν και αφετέρου χάριν του τρόπου με τον οποίο φωτογραφήθηκαν.

Ο Τάκης Σινόπουλος στο σπιτι του Αλ. Αργυρίου, Αγ. Παρασκευη, 1972

Ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο, ο Τζουζέππε Ουνγκαρέττι, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Γιάννης Μόραλης και πολλοί άλλοι συνθέτουν τον ασπρόμαυρο κόσμο του Μάριο Βίττι. Έναν κόσμο τον οποίο άρχισε να καταγράφει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα ως και τη μεταπολίτευση. Όχι ως παρατηρητής απλά, αλλά ως κομμάτι και ο ίδιος του περιβάλλοντος στο οποίο έζησε και έγραψε. Μέσα σε διακόσιες και πλέον φωτογραφίες βλέπουμε πρόσωπα που ο καθένας με τον τρόπο του και από το μετερίζι του είχαν βουτήξει βαθιά στην ανθρώπινη κατάσταση. Ποιητές, συγγραφείς, μουσικοί, ζωγράφοι, καλλιτέχνες στους δρόμους της Αθήνας, αλλά και της Ρώμης και του Παρισιού ή και σε εσωτερικούς χώρους που μετατρέπονται σε σκηνές και αποπνέουν αυτή την αίσθηση -την τόσο συνυφασμένη με την ιδιορρυθμία της φωτογραφίας- ότι αυτό υπήρξε κάποτε πραγματικότητα. Αλλά στο παρελθόν.

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Ρωμη, 1949

Στο «Γραφείο με θέα» ο Βίττι συνοδεύει την εργογραφία και τα κριτικά του κείμενα με ένα «αυτοβιογραφικό σχόλιο», αναλογιζόμενος τα πεπραγμένα της ζωής του και σκιαγραφώντας την προσωπική πνευματική του πορεία. Στο κείμενο αυτό καταγράφει, ανάμεσα στα άλλα, την αγάπη του, τον ενθουσιασμό και το πάθος με το οποίο επιδόθηκε ήδη από τα παιδικά του χρόνια στη φωτογραφία. «Πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών όταν μου χάρισαν την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή. Δεν άργησα να μπω στο νόημα. Κρατούσα στα χέρια ένα εργαλείο που είχε τη δύναμη να ανατρέψει τις σχέσεις μου με τους μεγάλους. Από τη στιγμή που έστηνα γονείς και οικείους μπροστά στο φακό, είχα τον τρόπο και εγώ να προστάζω. Κανείς δεν ξέφευγε από το παιχνίδι. Παραλίγο να πέσει θύμα και ο Τρότσκι, που τότε βρισκόταν εξόριστος στην Πρίγκιπο…» Οι φωτογραφίες του, τραβηγμένες είτε στην Ελλάδα είτε στην υπόλοιπη Ευρώπη, στο ίδιο μήκος κύματος με το αυτοβιογραφικό του σχόλιο, αποτελούν όχι ακριβώς αποτυπώματα, αλλά απορροές της εποχής τους.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ρώμη, 1970

Μανόλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, 1967

Ο Μάριο Βίττι, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1926, από το 1946 ζει στην Ιταλία όπου σταδιοδρόμησε ως καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας στην ανώτατη ιταλική εκπαίδευση. Ερευνητής γραμματολόγος με σημαντικές ανακαλύψεις, μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στα ιταλικά και μελετητής της ποίησης του Σεφέρη και του Ελύτη, συνέγραψε μεταξύ άλλων τα έργα Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (2003), Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή (1977) και Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (1974), συμβάλλοντας στη μελέτη του μοντερνισμού, της ηθογραφίας, αλλά και στην ιστορική, δυτική προοπτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το τελευταίο -από τα προαναφερθέντα- βιβλίο κυκλοφόρησε λίγο πριν πέσει η δικτατορία. Η κινητήρια ιδέα του, αυτή που ενόχλησε κιόλας γενικότερα τα αντιδραστικά πνεύματα της δεξιάς πολιτικής παράταξης, είναι ότι η αλήθεια είναι εμπρηστική και η λογοκρισία, με οποιαδήποτε μορφή και αν ασκείται, πιέζοντας απέξω τον συγγραφέα ή από μέσα, αντιμετωπίζει εχθρικά το ρεαλισμό. Ο Βίττι τιμήθηκε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα Φιλολογίας από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Παρισιού και της Λευκωσίας.

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Μιλανο, 1953

.

Info:

Το βιβλίο «MARIO VITTI. Γραφείο με θέα. Φωτογραφίες 1948-1981» εκδόθηκε το 2007 από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας σε επιμέλεια και σχεδιασμό του Διονύση Καψάλη.

Το αρχείο του φωτογράφου, ύστερα από δωρεά του ιδίου, απόκειται πλέον στο ΜΙΕΤ.

.