Ο Lev Manovich, Ρώσος γραφίστας και καθηγητής ψηφιακών μορφών τέχνης στο New York University, στέκεται κριτικά απέναντι στις ιδέες του William J. Mitchell και μέχρι σήμερα θεωρείται από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της θεωρίας της συνέχειας (από τα αναλογικά στα ψηφιακά μέσα) ως μορφής μετεξέλιξης της αναλογικής τεχνολογίας.[1] Στο κείμενό του “The Paradoxes of Digital Photography” ο Manovich υποστηρίζει ότι η ψηφιακή φωτογραφία μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με παλαιότερες μορφές αναπαράστασης, όμως ταυτόχρονα τις ενισχύσει κιόλας.[2]

Ο Manovich επικρίνει την ανάλυση του Mitchell, κατηγορώντας τόν για αποκλειστική εστίαση στις «αφηρημένες αρχές της ψηφιακής απεικόνισης», θεωρώντας παράλληλα πως σε πρακτικό επίπεδο τα κομβικά σημεία της θεωρίας του Mitchell δεν ευσταθούν καν. Με προκλητικό τρόπο σημειώνει πως «η ψηφιακή φωτογραφία απλά δεν υπάρχει».[3]

Βέβαια, ο Manovich συμφωνεί σε κάποια σημεία με την ανάλυση του Mitchell, συναινώντας στη θεωρητική θέση πως μια ψηφιακή εικόνα προσφέρει πεπερασμένες πληροφορίες και ως εκ τούτου περιορισμένη λεπτομέρεια, όμως στην πραγματικότητα η τεχνολογία των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών υψηλής ανάλυσης καθιστούν πλέον δυνατή την καταγραφή όλο και περισσότερων πληροφοριών με σαφέστερες και καθαρότερες λεπτομέρειες από ό,τι οι αναλογικές φωτογραφικές μηχανές.[4]

«Η σύγχρονη τεχνολογία έχει ήδη φθάσει στο σημείο κατά το οποίο μια ψηφιακή εικόνα μπορεί εύκολα να περιέχει περισσότερες πληροφορίες από οποιαδήποτε άλλη (μορφή καταγραφής) στο παρελθόν».[5]

Επιπλέον, ο Manovich σημειώνει ότι οι νέες τεχνολογίες έχουν παρακάμψει το διάλογο γύρω από το εικονοστοιχείο[6] και τα όριά του, με τρόπο τέτοιο ώστε «το εικονοστοιχείο να μην είναι πλέον το “τελικό σύνορο”, αλλά σε ένα επίπεδο που μας αφορά κυρίως ο χρήστης το εικονοστοιχείο και τα όριά του απλώς δεν υφίστανται».[7]

Ο Manovich επίσης αμφισβητεί τη θεωρητική αναλογία/σύνδεση την οποία κάνει ο Mitchell ανάμεσα στο κινηματογραφικό μοντάζ και στη ψηφιακή φωτογραφία, και ανάμεσα στην παράδοση του ρεαλισμού και στην ουσία της αναλογικής φωτογραφίας. «Αυτό το οποίο (τελικά) αντιλαμβάνεται ο Mitchell ως την ουσία της φωτογραφικής και της ψηφιακής απεικόνισης δεν είναι άλλο από δύο παραδόσεις της οπτικής κουλτούρας. Και οι δύο αυτές παραδόσεις προϋπήρχαν (της εφεύρεσης) της φωτογραφίας καλύπτοντας και προσδιορίζοντας διαφορετικές οπτικές τεχνολογίες και διαφορετικά μέσα».[8]

Ο Manovich εστιάζει επίσης στην άποψη του Mitchell για την «κανονική»,[9] «μη τροποποιημένη/αδιαμεσολάβητη»[10] φωτογραφία θεωρώντας τον όρο προβληματικό και υποστηρίζοντας ότι η «άμεση»,[11] «μη τροποποιημένη/αδιαμεσολάβητη» φωτογραφία δεν ενσωματώνει τις σύγχρονες χρήσεις της φωτογραφίας. Σύμφωνα με Manovich, αυτό το οποίο ιστορικά ονομάστηκε «άμεση» φωτογραφία δεν ήταν παρά μια από τις τάσεις της φωτογραφίας, η οποία συνυπήρξε με άλλες. Κατά τον Manovich «η ψηφιακή τεχνολογία δεν ανατρέπει τη “κανονική” φωτογραφία επειδή η “κανονική” φωτογραφία ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ».[12]

Ο Manovich διαφωνεί εξίσου με τον ισχυρισμό του Mitchell ότι η ψηφιακή τεχνική αναπαραγωγή μιας εικόνας αποφεύγει την εικονογραφική της υποβάθμιση σε επίπεδο ποιότητας. Αν και αυτό μπορεί να ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, πρακτικά μια υπολογίσιμη σε μέγεθος ψηφιακή εικόνα απαιτεί σημαντικό αποθηκευτικό χώρο σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και ουσιαστικά καθιστά χρονοβόρα τόσο τη μετάδοσή της μέσω ενός δικτύου ή μέσω του διαδικτύου, όσο και την αποθήκευσή της. Ακόμα και σήμερα η δυνατότητα της λεπτομερούς καταγραφής και απεικόνισης που μας παρέχει η ψηφιακή φωτογραφία δεν είναι δυνατόν να καταστεί πλήρως εκμεταλλεύσιμη λόγω του σημαντικού σε μέγεθος ψηφιακού χώρου που απαιτεί και άρα λόγω του υψηλού οικονομικού κόστους. Οι σύγχρονες μέθοδοι, για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, βασίζονται στη διαδικασία απώλειας πληροφορίας μέσω της τεχνικής της συμπίεσης κοντινών και παρεμφερών εικονοστοιχείων, γεγονός το οποίο καθιστά τα αρχεία της εικόνας μικρότερα σε μέγεθος, διαγράφοντας πληροφορίες και ενοποιώντας κάποια από τα εικονοστοιχεία τους. Η πιο διαδεδομένη τεχνική συμπίεσης τέτοιας μορφής είναι το αρχείο εικόνας το οποίο ονομάζουμε jpeg.

Κάθε φορά που αποθηκεύεται ένα συμπιεσμένο αρχείο, παρατηρεί ο Manovich, όλο και περισσότερες πληροφορίες χάνονται, με αποτέλεσμα η εικόνα να υπόκειται σε ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητάς της. Μάλιστα, ο Manovich συμπληρώνει ότι η τάση αυτή δεν είναι δυνατόν να αντιστραφεί στο μέλλον. «Η απώλεια αυτή η οφειλόμενη στη συμπίεση γίνεται ολοένα και περισσότερο το βασικό θεμέλιο της ψηφιακής οπτικής κουλτούρας».[13]

Συμπερασματικά, ο Manovich φαίνεται να εκφράζει ξεκάθαρα την άποψη πως οι θεωρητικές διαφορές ανάμεσα στην παραδοσιακή αναλογική φωτογραφία και στη ψηφιακή είναι αρκετά αμελητέες σε πρακτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα σημαντικές και ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους δεν υπάρχουν.

.

.

.


.

[1]Lev Manovich, The Language of New Media, (Cambridge, Mass.: ed. MIT Press, 2001). Εδώ ο Manovich επιχειρηματολογεί για τη σύνδεση ανάμεσα στις ψηφιακές μορφές τέχνης και στον παραδοσιακό αναλογικό κινηματογράφο.

[2]Lev Manovich, “The Paradoxes of Digital Photography”, The Photography Reader, edited by Liz Wells (New York: ed. Routledge, 2003), σελ. 240-249.

[3]Ό.π., σελ. 242. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Digital photography simply does not exist.”

[4]Ό.π., σελ. 243.

[5]Ό.π., σελ. 244. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Current technology has already reached the point where a digital image can easily contain much more information than anybody would ever want.”

[6]pixel

[7]Ό.π., σελ. 244. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “the pixel is no longer the ‘final frontier’; as far as the user is concerned, it simply does not exist.”

[8]Ό.π., σελ. 245. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “What Mitchell takes to be the essence of photographic and digital imaging are two traditions of visual culture. Both existed before photography and both span different visual technologies and mediums.”

[9]Οι όροι χρησιμοποιούνται σε εισαγωγικά προκειμένου να τονιστεί η αμφιβολία/αμφισημία της μετάφρασής τους στα ελληνικά, καθώς και της όποιας κριτικής έχει ασκηθεί στις αποδόσεις τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

[10]Η μη τροποποιημένη τόσο τεχνικά όσο και κονσεπτσουαλικά φωτογραφία.

[11]Στην αγγλική αποδίδεται με τον όρο straight photography. Στην ελληνική έχει αποδοθεί ενίοτε και με τον όρο «καθαρή» φωτογραφία.

[12]Lev Manovich, “The Paradoxes of Digital Photography”, The Photography Reader, edited by Liz Wells (New York: ed. Routledge, 2003), σελ. 245. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Digital technology does not subvert ‘normal’ photography because ‘normal’ photography never existed.”

[13]Ό.π., σελ. 243. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Lossy compression is increasingly becoming the very foundation of digital visual culture.”

.