O Γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) στο δοκίμιό του για το δομισμό το 1967 («Πώς αναγνωρίζουμε το δομισμό» – χωρισμένο σε εφτά κριτήρια αναγνώρισης), εισάγει έναν όρο σκοτεινό, αλλά και ιδιαίτερα καθοριστικό για το εν λόγω κείμενο. Το έκτο κριτήριο ανάγνωσης, το κριτήριο του άδειου κουτιού, έχει κάθε λόγο να είναι αινιγματικό, αφού το Άδειο Κουτί υποδηλώνει εκείνο το στοιχείο που συνέχεια αλλάζει θέση, διαφεύγει, κυκλοφορεί, μεταλλάσσεται, ώστε να μπορεί να συγκροτεί την «δυνατότητα συγκρότησης» μίας δομής, ενός συνόλου, ενός έργου.
Γράφει στο κριτήριο του άδειου κουτιού: «φαίνεται πως η δομή περικλείει ένα αντικείμενο ή στοιχείο πέρα για πέρα παράδοξο… Ένα τέτοιο αντικείμενο είναι πάντα παρόν μέσα στις αντίστοιχες σειρές, τις διασχίζει και κινείται μέσα σε αυτές, δεν παύει να κυκλοφορεί μέσα τους από τη μία στην άλλη με μίαν εξαιρετική ευκινησία» και πιο κάτω: «έχει ως ιδιότητα να μην είναι εκεί που το ζητάμε, αλλά επίσης να βρίσκεται εκεί που δεν είναι. Θα λέγαμε ότι “λείπει από τη θέση του”…»
Το Άδειο Κουτί, λοιπόν, συνέχεια τρέχει, δραπετεύει, λείπει από μία Θέση ακριβώς για το λόγο ότι κινείται, ώστε να γεννήσει όλες τις πιθανές θέσεις∙ και μένει πάντα άδειο. Όσο το ταΐζεις με συντεταγμένες τόσο σχεδιάζονται νέοι χάρτες, όσο του δίνεις σημεία τόσο διανοίγει περιοχές, όσο του δείχνεις εικόνες τόσο παράγει νέες ενδεχομενικότητες για το μέσο της φωτογραφίας. Ο Ντελέζ, παρά τη δυσκολία του “στοιχείου” να οριστεί, θεωρεί χρήσιμο να εντοπιστεί, αφού ως κριτήριο θα επιτρέψει την αναγνώριση του κρυφού μηχανισμού λειτουργίας μίας δομής. Για παράδειγμα, ως άδειο κουτί βλέπει ο Ντελέζ την Αξία για τον Αλτουσέρ (Αlthusser) στη δομή του Καπιταλισμού, το συμβολικό φαλλό για τον Λακάν (Lacan) στη δομή της σεξουαλικότητας, τη θέση του βασιλιά για τον Φουκώ (Foucault) στον πίνακα του Βελάσκεθ (Velazquez) “Οι ακόλουθες” (Las Meninas): «o Φουκώ επικαλείται τη θέση του βασιλιά σε σχέση με την οποία όλα και ολισθαίνουν, ο θεός κατόπιν ο άνθρωπος, χωρίς ποτέ να την πληρούν».
.
Στο βιβλίο του φωτογράφου Παύλου Φυσάκη, Land Ends, ένα τέτοιο ελεύθερο στοιχείο εντοπίζεται στο χωρικό πεδίο (ήδη) από τον τίτλο, από την εικόνα του εξωφύλλου και από το περιγραφόμενο ως κύριο αναφερόμενο θέμα του βιβλίου: τα άκρα της Ευρώπης. Στο σύνολο του έργου, μαζεύονται κοντά πολλές χωρικές εκφράσεις, η γη (Land) παραπέμπει αμέσως σε χώρο, τα “άκρα” επίσης, το τέλος (ends) -τα όρια προσδιορίζουν συγκεκριμένα τον υπό διερεύνηση χώρο, ενώ η εικόνα του εξωφύλλου συντίθεται από το τέλος της γης και την αρχή της θάλασσας- και το τέλος, βέβαια της θάλασσας, ο ορίζοντας ως οπτικό τέλος, συμβολικοποιημένο από την εμπειρία ως τέλος και σε καμία περίπτωση υλικό-φυσικό τέλος.
.
Συνοπτικά, το βιβλίο του Φυσάκη, δομείται από έγχρωμες εικόνες τετράγωνου φορμά, χωρισμένες σε τέσσερα κεφάλαια, που αντιπροσωπεύουν ως σώματα τα τέσσερα ακραία γεωγραφικά σημεία της Ευρώπης (Γαύδος – Ελλάδα, Φίνμαρκ – Νορβηγία, Σίντρα – Πορτογαλία, Ουράλια – Ρωσία). Το κοινό αναφερόμενο στις τέσσερις γωνίες, όπως φαίνεται από τις εικόνες, είναι η σιωπή∙ πράγματι δε φαντάζεται κανένας το μητροπολιτικό πλήθος να τρέχει σε αυτά τα μέρη. Αυτό που φωτογραφίζεται είναι όρια, κατώφλια, μεγάλες εκτάσεις άδειες, και αυτό είναι κεντρικό εδώ, άδειοι χώροι που δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν -η σύστασή τους ως γεωγραφίες είναι η μόνη ουσιώδης σύστασή τους. Το Άδειο Κουτί που ψάχναμε, όσον αφορά στις φωτογραφικές καταγραφές των χώρων που είναι άδειοι, αλλά ξεχειλίζουν από τοπικότητα, των τόπων που περιμένουν να γεμίσουν, των σκηνικών που αναμένουν να σταθεί κάποιος μπροστά τους και να γίνουν φωτογραφία, είναι χωρικό και είναι το Κέντρο της εικόνας.
.
Το κέντρο για το οποίο γίνεται η αναφορά, ταξιδεύει εντός των φωτογραφιών του Land Ends (οι εικόνες πάντα στην ίδια θέση της σελίδας, στο ίδιο μέγεθος, το κέντρο τους είτε ακριβώς στο κέντρο είτε μετατοπισμένο σε σχέση με αυτό), όπως ο Φυσάκης ταξιδεύει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να βρει το τελευταίο άκρο της Ευρώπης. Με τη μέθοδο του Φυσάκη η ίδια η εικόνα, το ίδιο το τετράγωνο κάδρο, αναπαριστά ήδη από τα πριν την Ευρώπη με τα τέσσερα άκρα της -οι τέσσερις πλευρές της φωτογραφίας- και ένα κέντρο διαρκώς μεταβαλλόμενο, κινούμενο, συμβολικό στο τέλος του συμβολισμού, ένα κυμαινόμενο σημαίνον χωρίς σημαινόμενο. Μία προϋπόθεση. Όσο σταθερές είναι οι τέσσερις ισομήκεις πλευρές των τετράγωνων εικόνων του βιβλίου τόσο το Άδειο Κουτί επιτρέπει την επάλληλη παραγωγή μεταμορφώσεων και μεταβολών στο εσωτερικό. Η συγκρότηση στο Land Ends πετυχαίνει τους στόχους ενός δημιουργικού ντοκουμέντου, η φόρμα αναπαριστά το αναφερόμενο ως υπόστρωμα, ως μέσο, ως δυνατότητα και όχι απλά ως αναπαράσταση του αναφερόμενου θέματος.
Η εγγενής αδυνατότητα της Ευρώπης να ορίσει το κέντρο της, όχι φυσικά το γεωγραφικό, αλλά το ιστορικό-πολιτικό και ερμηνευτικό, συμπίπτει με την αδυναμία της φωτογραφίας ως γλώσσας να συγκροτήσει ένα και μόνο συγκεκριμένο νόημα, ένα καθεαυτό πραγματικό νοηματικό κέντρο. Ψάχνοντας στα περιθώρια, στα άκρα, στα σύνορα, σε θάλασσες, σε μνημεία, σε ερημιές είναι τελικά πιο πιθανό, ή εξίσου, μας λέει το Land Ends, να εντοπίσουμε την έλλειψη ευρωπαϊκού κέντρου, συμπαγούς πυρήνα ευρωπαϊκών νοημάτων κατά αντιστοιχία της διαρκούς μεταβολής του κέντρου στις φωτογραφίες. Αντιθέτως, οι ερημιές των συνόρων είναι σταθερές, είναι εκεί ως φυσικά μέτωπα, είναι το πραγματικό που δεν το ξεφορτώνεσαι, είναι ως το φυσικό τέλος πραγμάτων, το τέλος της στεριάς ή το τέλος της κατοικήσιμης γης, ενώ πάντα παραμένουν και Θέσεις, δηλαδή τόποι πιθανών αφηγήσεων. Ευτυχώς, μετά το έργο του Φυσάκη, θα παραμείνουν, στο εξής, και για πάντα, φωτογραφικοί τόποι.
.
επίλογος
Το πραγματικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε έρευνας είναι η μεθοδολογία της
Εάν ισχύει ο διαδεδομένος παραπάνω αφορισμός σε σχέση με τη σημασία της μεθόδου παραγωγής επί του νοήματος ενός έργου ή μίας διαδικασίας, το Land Ends μας δίνει ορθάνοιχτα τη δυνατότητα χρήσης του «Άδειου Κουτιού» στο να εντοπίσουμε στοιχεία της φόρμας, κοντά στην έννοια που διαισθητικά ως τώρα ψηλαφούμε, το περιεχόμενο της φόρμας.
Κλείνοντας, ξέρουμε πως τέτοια ερωτήματα θα θεωρηθούν ανεπίκαιρα από ένα μέρος των αναγνωστών: η τέχνη εδώ και δεκαετίες έχει περάσει σε άλλο πεδίο δράσης, το λεξιλόγιο έχει μετατοπιστεί στην ατομική αφήγηση, στην ιδιαίτερη ταυτότητα, η φωτογραφία έχει περάσει τόσο από το μοντέρνο όσο και από το εννοιολογικό στάδιο και σήμερα σχηματίζει, προσπαθεί να αρθρώσει, μία σύγχρονη αφήγηση.
Αν και αυτές οι εξελίξεις είναι πράγματι πολύ ισχυρές, ο προβληματισμός μας είναι πως, ίσως, να βιαστήκαμε να πετάξουμε τον «μοντερνιστικό κάναβο» από τη ζωή μας και να τον αποτάξουμε από τις κοινωνικοπολιτικές πρακτικές. Γιατί ο κάναβος παρέμεινε στη θέση του, άλλαξε ονόματα και ασφυκτιά μέσα στην εκρηκτική ελευθεριότητά του, μέσα στο «όλα είναι σωστά», μέσα από την κρυμμένη κυρίαρχη δομή του σήμερα, που δεν προβάλλει άλλο… άλλο από τις συγχύσεις, άλλο από την έλλειψη του νοήματος, άλλο από τη σχάση: την οριστική αποστοίχιση των σημείων από τα πράγματα.
.