που να θυμάμαι ρε; πάνε πολλά χρόνια.

Αυτές ήταν οι συνήθεις λέξεις του φωτογράφου. Εκατοντάδες φιλμ περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου και άκρη δεν μπορούσα να βγάλω. Ξεχώριζα εικόνες από ένα έργο ή εικόνες από μία ζωή; Πίστευα, στην αρχή, πως κοίταζα πραγματικούς ανθρώπους, χιόνια, θάλασσες και χαρταετούς, πραγματικές περασμένες μέρες. Στην αρχή. Ήταν όμως αλήθεια, τίποτα από όλα αυτά; Υπήρχε τίποτα πέρα από τις ψευδαισθήσεις που γεννάει η μηχανή; Σε μία εικόνα ένα παιδί με μπλούζα BUSH μας τραβάει με τη σειρά του φωτογραφία, και κοιτάζει τριάντα χρόνια μετά ένα ψέμα. Αναγνώριζα, σκεφτόμουν, μία εποχή που δε γνώρισα αλλά την ήξερα − πώς την ήξερα; Ήμουν κι εγώ πιασμένος, ως παρατηρητής, εντός ενός βρόχου. Μπλέχτηκα ακόμα παραπάνω. Ένα αντίγραφο του αντιγράφου με οδηγούσε στο σήμερα. Αλληθώρισα λίγο και αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια. Ένα αμάξι πέρναγε έξω από το σπίτι και από το παράθυρο ακούγονταν τα «Κύθηρα». Τα μάζεψα γρήγορα και έφυγα. Το αρχείο ανήκει, για όποιον δεν το κατάλαβε, στο Δημήτρη Χατζημαρινάκη. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο ίδιος. Πάνε πια χρόνια που τον έχασα κι εγώ.

Γιάννης Καρπούζης

Απρίλιος, 2017

Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε:

https://www.youtube.com/watch?v=1Ntc6DpDZ_Y

.

Ο Δημήτρης Χατζημαρινάκης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955 και ζει στην Αθήνα. Φωτογραφίζει απ’ το 1976. Εργάσθηκε ως φωτογράφος στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας από το 1997 έως το 2008. Έχει επιμεληθεί καλλιτεχνικά εκδόσεις λευκωμάτων και βιβλίων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με την ψηφιακή επεξεργασία αρχειακού υλικού και σύγχρονες μεθόδους εκτύπωσης.