O John Tagg στο The Burden of Representation: Essays on Photographies and Histories, το οποίο δημοσιεύθηκε ως συγκεντρωτική έκδοση το 1988, αν και ξεκίνησε ως μια σειρά αυτοτελών κειμένων τα οποία άρχισαν να δημοσιεύονται από τη δεκαετία του 1970, υποστηρίζει ότι χωρίς ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και υπόβαθρο η φωτογραφία δεν μπορεί να έχει κάποιο νόημα.1

Η χρήση του πληθυντικού αριθμού στον τίτλο της έκδοσης στις λέξεις «Φωτογραφίες» και «Ιστορίες» υποδηλώνει τις πολλαπλές εκδοχές τις οποίες ο Tagg εξερευνά στο βιβλίο του, αντλώντας από τις θεωρητικές αναλύσεις του Michel Foucault για την πειθαρχία και την εξουσία καθώς και από την ανάλυση του Louis Althusser για την ιδεολογία και για τον πολιτικό έλεγχο. Ο Tagg στα κείμενά του απορρίπτει συνολικά αυτό το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως τυπική φορμαλιστική θέση του Roland Barthes στο Φωτεινό Θάλαμο, τον ισχυρισμό δηλαδή ότι «κάθε φωτογραφία είναι σχεδόν ταυτόσημη/ιδίας τάξης2 και μη-συγκρίσιμη με το ανάφορό της».3

Ο Tagg αμφισβητεί επίσης σθεναρά την άποψη πως μια φωτογραφία εγγυάται μια προϋπάρχουσα ύπαρξη, ή μια προϋπάρχουσα κατάσταση, ή έστω ένα προϋπάρχον συγκεκριμένο νοηματικό και εννοιολογικό επίπεδο, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως «κάθε φωτογραφία είναι ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένων και σημαντικών διαστρεβλώσεων, με κάθε έννοια, διαστρεβλώσεων οι οποίες καθιστούν τη σχέση της με οποιαδήποτε προηγούμενη πραγματικότητα βαθιά προβληματική».4

Σύμφωνα με τον Tagg η περιγραφή της ασταθούς και παραμορφωτικής αυτής φωτογραφικής διαδικασίας γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο. «Το ανακλώμενο φως συλλέγεται από ένα στατικό, μονοσκόπιο-μονόφθαλμο φακό συγκεκριμένης κατασκευής, τοποθετημένο και ρυθμισμένο σε μια συγκεκριμένη απόσταση από τα αντικείμενα στο οπτικό του πεδίο. Η προβαλλόμενη εικόνα αυτών των αντικειμένων εστιάζεται, περικόπτεται και διαστρεβλώνεται/μεταμορφώνεται από την επίπεδη, ορθογώνια πλάκα της φωτογραφικής μηχανής, η οποία οφείλει την κατασκευαστική της δομή όχι στο μοντέλο του ματιού, αλλά σε μια θεωρητική σύλληψη σε σχέση με το πρόβλημα της απεικόνισης του χώρου σε δύο διαστάσεις. Στη συνέχεια, το αποτελούμενο από πολλά χρώματα φάσμα φωτός σταθεροποιείται −μέσα από τη διαδικασία ενός κοκκώδους χημικού αποχρωματισμού− σε ένα ημιδιαφανές υλικό υποκατάστατο, το οποίο με μια συγκεκριμένη μέθοδο είναι εφικτό να μας δώσει μια υλική εκτύπωση σε χαρτί.».5

Αυτή η παραπάνω διαδικασία κατά τον Tagg δεν αποτελεί την παραμόρφωση της πραγματικότητας, όπως θα υποστήριζε ο Barthes, αλλά είναι η παραγωγή μιας νέας πραγματικότητας, μιας φωτογραφικής πραγματικότητας, που νοηματοδοτείται μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και η οποία έχει υπαρκτά αποτελέσματα, χωρίς όμως να μπορεί να αναφέρει ή να αναφερθεί σε μια προ-φωτογραφική πραγματικότητα ως αλήθεια.6 Ο Tagg υποστηρίζει ότι οι φωτογραφικές αυτές μεταμορφώσεις/στρεβλώσεις είναι τόσο βαρυσήμαντες, τόσο βαθιά αναγνωρίσιμες ώστε να μπορούν να εναντιωθούν σε κάθε είδους αποδεικτική διαδικασία. Σύμφωνα με τον Tagg, ο διάλογος για τη φωτογραφία, ο οποίος επικεντρώνεται στη χρηστική αξία των εικόνων, όπως για παράδειγμα η χρήση της φωτογραφίας ως αρχείο ταυτοποίησης από την πολιτεία ή ως στοιχείο εγκληματικής απόδειξης, δεν επικυρώνεται από τη «φυσική» σχέση της φωτογραφίας με την πραγματικότητα, αλλά από τις θεσμικές δομές και από τις κοινωνικές διαδικασίες. Είναι ακριβώς αυτή η κοινωνική πρακτική την οποία πρέπει να εξετάσουν οι ιστορικοί της φωτογραφίας για να κατανοήσουν τις λειτουργίες του φωτογραφικού μέσου.

Για τον Tagg το φωτογραφικό νόημα υποβάλλεται και εντοπίζεται πάντα στην εκάστοτε κοινωνική πρακτική και στις θεσμικές δομές εξουσίας, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά πως «αυτά ακριβώς είναι και τα πεδία τα οποία πρέπει να μελετήσουμε και όχι η φωτογραφία καθ’ εαυτήν».7

.

.

.

.

  1. John Tagg, The Burden of Representation: Essays on Photographies and Histories, (Amherst: ed. University of Massachusetts Press, 1988).
  1. Ο όρος του Tagg είναι co-natural.
  1. John Tagg, The Burden of Representation: Essays on Photographies and Histories, (Amherst: ed. University of Massachusetts Press, 1988), σελ. 1.
  2. Ό.π., σελ. 2. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “[…] every photograph is a result of specific and, in every sense, significant distortions which render its relation to any prior reality deeply problematic.”
  1. Ό.π., σελ. 2. Το απόσπασμα όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο: “Reflected light is gathered by a static, monocular lens of particular construction, set at a particular distance from the objects in its field of view. The projected image of these objects is focused, cropped and distorted by the flat, rectangular plate of the camera which owes its structure not to the model of the eye, but to a particular theoretical conception of the problems of representing space in two dimensions. Upon this plane, the multicoloured play of light is then fixed as a granular, chemical discolouration on a translucent support which, by a comparable method, may be made to yield a positive paper print.”
  2. Ό.π., σελ. 3.
  1. Ό.π., σελ. 63.

.