Σκέψεις για την αμφίσημη συμβίωση μνήμης και λήθης στον αστικό ιστό με αφορμή την έκδοση με τις φωτογραφίες του Πάρι Πετρίδη και τα κείμενα του Σάκη Σερέφα, ΕΔΩ: Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη, Άγρα, Αθήνα 2012.[1]
.
.
Η απωθημένη συνήθως μνήμη της βίας και του θανάτου βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου του φωτογράφου Πάρι Πετρίδη και του λογοτέχνη Σάκη Σερέφα ΕΔΩ: Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που μια τέτοια προσπάθεια λαμβάνει χώρα στη Θεσσαλονίκη. Είχε προηγηθεί η έκθεση και η έκδοση Weak Monuments που είχαν επιμεληθεί ο Αριστείδης Αντονάς και ο Φίλιππος Ωραιόπουλος πριν από μερικά χρόνια, όπως και το σχετικό βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Αναστασιάδη,[2] και ίσως και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες.
Στην έκδοση των Weak Monuments είχα συνεισφέρει ένα κείμενο για το ζήτημα της σχέσης μνήμης και λήθης όπως σημαδεύει κάθε κοινωνικό δεσμό και βέβαια την άρθρωση του αστικού ιστού σε όλες του τις διαστάσεις: χωρικές, πολεοδομικές, συμβολικές, συναισθηματικές.[3] Ξεκινούσα εκεί με μια φράση του Κλεμάν Ροσέ, που συνοψίζει μια ολόκληρη φιλοσοφική-θεωρητική-ανθρωπολογική προβληματική: «Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό γνωστό πλάσμα που έχει επίγνωση του θανάτου του (όπως και του θανάτου κάθε πράγματος), αλλά και το μοναδικό που απορρίπτει αμετάκλητα την ιδέα του θανάτου. […] Μπορούμε λοιπόν να ζούμε κανονικά μόνο υπό τον όρο της εξουδετέρωσης της αλήθειας, ή μάλλον της συνεχούς αντιστροφής της».[4] Από την ψυχανάλυση γνωρίζουμε, εξάλλου, ότι η συνεχής ένταση ανάμεσα στο απωθημένο και την επιστροφή του, ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη, αποτελεί τον οντολογικό ορίζοντα του καθενός μας· και η διαχείρισή της, το διακύβευμα κάθε υποκειμενικής πορείας. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η πόλη να διαφύγει των συστατικών εντάσεων, των διαπλοκών και των περιπλοκών αυτών; Μήπως και ο ίδιος ο βιωμένος αστικός ιστός δεν αποκαλύπτει πάντοτε μια αμφίσημη και ετεροβαρή συμβίωση της λήθης και της μνήμης στη διαχρονική εξέλιξη, την προσδοκώμενη ανάπτυξη και την ενίοτε ξαφνική –έστω και στιγμιαία– κατάρρευσή του; Προϋπόθεση κάθε ελέγχου και κάθε ρύθμισης, η διαπλοκή της απάρνησης καθίσταται η χρόνια (αστική) νόσος ανίατων εντέλει υποκειμένων. Δεν παύει όμως να διασώζει το ίχνος του τραυματικού διχασμού που απαρνείται. Επιθυμεί κανείς πραγματικά να το λάβει υπόψη του; Μπορεί ηθικά να το μετουσιώσει; Έχει το θάρρος να αναγνωρίσει σε αυτό κάτι από τον εαυτό του;
Δεν μπορούσα να φανταστώ, όταν κατέληγα σε αυτά τα ερωτήματα, ότι πολύ γρήγορα θα εμφανιζόταν μια έκδοση, το βιβλίο δηλαδή του Σάκη Σερέφα και του Πάρι Πετρίδη, που θα σήκωνε το γάντι αυτής της πρόκλησης και θα προσπαθούσε να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, λαμβάνοντας υπόψη και μετουσιώνοντας τούτο τον οντολογικό-καθολικό τραυματικό διχασμό και βοηθώντας μας να αναγνωρίσουμε κάτι από τον εαυτό μας σε αυτόν. Αυτές τις δύο διαστάσεις θα ήθελα να αναδείξω και παρακάτω:
1. Εκείνη της, ας πούμε, οικουμενικής πραγμάτευσης της συστατικής αντινομίας λήθης-μνήμης, ρήξης-κανονικότητας, όπως προσφυώς συλλαμβάνεται στη διαλεκτική φωτογραφίας και κειμένου και όπως ήδη συμπυκνώνεται στον υπότιτλο: ΤΟΠΟΙ ΒΙΑΣ.
2. Την άλλη διάσταση της προσωπικής εμπλοκής, όχι μόνο των συγγραφέων αλλά του καθενός που ανοίγει αυτό το βιβλίο, με άλλα λόγια το ΕΔΩ του τίτλου. Και τα δύο αυτά, όπως ακριβώς διεκπεραιώνονται, συνθέτουν ένα υψηλό επίτευγμα.
.
1. Προσπαθώντας να δώσουν «σάρκα και οστά» –η πιο ταιριαστή μεταφορά που μπορούσα να σκεφτώ– σε μια επιχείρηση άρσης της απώθησης της βίας, ο Σερέφας και ο Πετρίδης επιστρατεύουν το χρονικό –όπως συντίθεται από άρθρα εφημερίδων και άλλο υλικό– και τη φωτογραφία που επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος» (πρόκειται πια όχι για μεταφορά αλλά για κυριολεξία). Πρόκειται μάλιστα για φωτογραφίες ψυχρές, οιονεί εγκληματολογικές. Ωστόσο γνωρίζουν πολύ καλά και οι δύο ότι καμιά από τις στρατηγικές αυτές δεν είναι σε θέση να αναπαραστήσει πλήρως το χαμένο πραγματικό – και εδώ ακριβώς το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Ίσα ίσα, η ψυχρή αληθοφάνεια μοιάζει να μεγαλώνει την απόσταση, καθώς η κανονικότητα της περιγραφικής γλώσσας και η συνοχή του χώρου που παρουσιάζεται, η συγκλονιστική οικειότητα των τόπων, απομακρύνουν τη βίαιη στιγμή της ρήξης που τα ίδια επιχειρούν να συλλάβουν. Η προσδοκία ακριβούς καταγραφής, το κυνήγι της οριακής στιγμής, δεν αποκαλύπτει παρά τα ανυπέρβλητα όρια της αναπαράστασης. Η αναπαράσταση του ορίου σκοντάφτει στο όριο της αναπαράστασης. «Ίσως η συντριπτική σαγήνη της αναπαράστασης του πραγματικού –σκηνοθετημένη ή μη, αδιάφορο– να μην έχει κοπάσει από τότε που το ανθρώπινο μάτι πρωτοαντίκρισε τέτοια σκανδαλώδη αληθοφάνεια» γράφει κάπου ο Πάρις Πετρίδης. Η φωτογραφία ωστόσο, παραμένει «αποσπασματική, μουγκή κι ανάπηρη», συμπληρώνει.[5]
Εδώ ακριβώς ο φακός επιστρατεύει μία επιπλέον αναστοχαστική στρατηγική: αν δεν μπορεί να συλλάβει το χαμένο πραγματικό, μπορεί να αναδείξει το πραγματικό της απουσίας του, μετουσιώνοντας την αποτυχία σε επιτυχία του. Έτσι η βία συλλαμβάνεται στο «τώρα» της υπαινικτικά μέσα από τη σκηνοθετημένη πια αποτυχία της πλήρους αναπαράστασης του παρελθόντος της, μέσα από την παρουσία της απουσίας, για να δανειστώ μια φράση από τον Αλτουσσέρ: «Η φωτογραφία όμως δεν υπάρχει χωρίς το ορατό και συνεπώς ο μόνος τρόπος για να πει την αλήθεια σε αυτή την προσπάθεια είναι να καταγράψει, χωρίς εξωραϊσμούς και “καλλιτεχνίες”, αυτή την ίδια την απουσία», γράφει σχετικά ο Πετρίδης. Η καταγραφή αυτή γίνεται πρωτίστως με την απουσία του ανθρώπινου στοιχείου από τις φωτογραφίες, μια απουσία που καθιστά το οικείο και πάλι ανοίκειο, και που σε κάποιες περιπτώσεις είναι ο μόνος τρόπος να νιώσουμε οπτικά την απώλεια που επιχειρείται να αποτυπωθεί (όπως στη φωτογραφία αρ. 21, εκείνη της πλατείας Ελευθερίας): «Και ενώ στο φυσικό τοπίο η ανθρώπινη απουσία είναι αναμενόμενη, στο αστικό αποπνέει μια ανοίκεια αύρα· μέσα της, το άδειο πάρκινγκ αλληγορεί την αθεράπευτη απουσία της εβραϊκής κοινότητας με την εργονομική του διαγράμμιση να ανακαλεί την καταναγκαστική στοίχιση των αρρένων μελών της στις 11.7.1942».[6]
Ο ίδιος μηχανισμός λειτουργεί σε ολόκληρο το βιβλίο. Αν η βία του παρελθόντος είναι αδύνατο να μεταδοθεί πλήρως, αν η ίδια η φράση «Τόποι βίας» συνιστά ένα οξύμωρο, καθώς η βία συνδέεται συνήθως με μια στιγμή ρήξης ενώ ο τόπος με την παγίωση μιας κανονικότητας, η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου στις σελίδες του βιβλίου γίνεται φορέας μιας άλλης βίας την οποία μας προσφέρει απλόχερα. Οι τόποι δεν μας δίνονται ως τόποι βίας μόνο εξαιτίας της ιστορίας τους αλλά κυρίως εξαιτίας της ίδιας της φωτογραφικής τους αναπαράστασης, κι αυτό είναι κάτι άμεσα προσβάσιμο για μας. Γινόμαστε έτσι κοινωνοί μιας άλλης βίας, που δεν είναι κατ’ ανάγκην στιγμιαία, της βίας που ενέχει κάθε παγίωση, κάθε αναπαράσταση, της βίας της «παγωμένης» χωρικότητας. Με την επιδέξια αυτή κίνηση, ο Πετρίδης εκμεταλλεύεται και θέτει στην υπηρεσία της αδύνατης αποστολής τούτου του βιβλίου το ίδιο το παράδοξο της φωτογραφίας – και έτσι μόνο μετουσιώνει το όριο σε όρο επιτυχίας του εγχειρήματός του. Καθώς συλλαμβάνει την πραγματικότητα, χάνοντας συστατικά το βασικότερο χαρακτηριστικό της γνώρισμα (τη ροή, την αλλαγή, τη βία της μεταβολής), η φωτογραφία επιτυγχάνει μόνο ως φορέας μιας άλλης βίας, της βίας της ίδιας της αναπαράστασης: αν η λέξη είναι ο φόνος του πράγματος, το ίδιο και παραπάνω ισχύει για την εικόνα· αν λογίζεται ως καθρέφτης, πρόκειται για έναν καθρέφτη βαθιά αλλοτριωτικό – μόνο με τη συνειδητή εκμετάλλευση αυτού του παραδόξου μπορούσε το εγχείρημα αυτό να ευοδωθεί. Μόνο ως βίαιοι δολοφόνοι οι ίδιοι, Σερέφας και Πετρίδης –μετουσιωμένοι δολοφόνοι βέβαια–, επιτυγχάνουν στο έργο τους να αναδείξουν τους τόπους της βίας, και μαζί τους, τη βία του τόπου…
.
2. Το άλλο σημαντικό στοιχείο του βιβλίου είναι πως η μετουσίωση αυτή για την οποία μίλησα, το παιχνίδι μνήμης-λήθης, οικείου και ανοίκειου, αναπαράστασης και ορίων, βίας στιγμιαίας και βίας παγιωμένης στον χώρο (πραγματικό, συμβολικό και εικονοφαντασιακό), κατορθώνει να εμπλέξει άμεσα και προσωπικά καθέναν που θα το ξεφυλλίσει, σχηματίζοντας έναν virtual δημόσιο χώρο, στον οποίο ιδίως όσοι ζούμε στη Θεσσαλονίκη θα αναγνωρίσουμε τις προσωπικές μας διαδρομές και θα κληθούμε συνειρμικά να εντάξουμε τις εμπειρίες μας. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με την αποτύπωση των τόπων με τρόπο που δεν αναπαράγει την αποστασιοποίηση των «τουριστικών» φωτογραφιών –με άλλα λόγια, οι τόποι αυτοί είναι εν μέρει ήδη δικοί μας–, αλλά και με την έλλειψη, και πάλι, του ανθρώπινου στοιχείου, μια έλλειψη που δεν μπορεί παρά να κινήσει την επιθυμία μας να προσθέσουμε εμείς οι ίδιοι το στοιχείο που λείπει, συνδέοντας οικείους τόπους –ίσως και μπανάλ τόπους– με τη σκοτεινή ιστορία τους και την (περισσότερο ή λιγότερο σκοτεινή) ιστορία μας. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλοι, πάω στοίχημα, μπορούμε να το κάνουμε. Θέλω να κλείσω αναφέροντας σύντομα δύο παραδείγματα από τη δική μου εμπειρία – και καλώντας σας να κάνετε το ίδιο αφού προμηθευθείτε το βιβλίο:
α. Η φωτογραφία αρ. 25 με φέρνει σε μια γωνία από την οποία περνάω καθημερινά κατεβαίνοντας από το σπίτι μου στο κέντρο της πόλης. Γράφει για την τοποθεσία ο Πετρίδης: «Η μαρτυρία για τον τόπο 25 είναι του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Φυλούσε τσίλιες στη γωνία Αρριανού και Ολύμπου ενόσω σύντροφοί του “καθάριζαν” πολιτικούς αντιπάλους. Εμφύλιος. Με την άνεση που μας χαρίζει η εγγύτητα –το σπίτι μου είναι μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακριά απ’ αυτή τη γωνία– ανέβαλα διαρκώς τη φωτογράφιση. Μου αρέσουν τα κοινότοπα θέματα όχι απαραιτήτως οι κοινότοπες φωτογραφίες. Η αναπάντεχη εμφάνιση του αναρχικού συνθήματος “ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ” στην πρόσοψη του γωνιακού κρεοπωλείου έλαμψε σαν αστραπή. Εδώ, η ανταπόκριση του παρόντος δεν ήταν απλώς σιωπηλή· ήταν εκκωφαντική».[7] Το παρόν, λοιπόν, επανεισάγει άθελά του το απωθημένο παρελθόν. Το παρελθόν κεντρίζει στον βαθμό που διαλέγεται με το τώρα.
β. Θα ήθελα να τελειώσω με τη φωτογραφία αρ. 46: ένας διάδρομος στο κτίριο της νέας Φιλοσοφικής του πανεπιστημίου μου φέρνει συνειρμικά στο μυαλό την τελευταία μου επίσκεψη στο κτίριο, σε έναν πανομοιότυπο διάδρομο, λίγους ορόφους παρακάτω. Καθώς κατεβαίνω τα σκαλιά αντικρίζω ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: Σκατά στη γνώση και στους καθηγητές. Συγχρόνως, ακούω μια γυναικεία φωνή –ανοίκεια και συγχρόνως οικεία– που εκπέμπει ακατάπαυστα έναν επαναληπτικό παραληρηματικό λόγο: «Δεν έπρεπε να με αφήσει, μου είχε υποσχεθεί πως με αγαπούσε, δεν έπρεπε να το κάνει…». Στρίβοντας στη γωνία του διαδρόμου, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον φορέα του λόγου: μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αλλά μπορεί και όχι, καθισμένη σε μια καρέκλα, εντελώς απρόσβατη πλέον από το περιβάλλον της. Θύμα της βίας της κρίσης ίσως, καθώς οι συμπολίτες μας που καταλήγουν σε αυτή τη λύση πληθαίνουν μαζί με όσους ενδεχομένως αυτοκτονούν. Τόποι βίας λοιπόν, άλλοτε και τώρα, τόποι βίας της μιας ή της άλλης μορφής, τόποι της βίας και βία του τόπου· για την ανάδειξη όλων αυτών οφείλονται ευχαριστίες τόσο στους δύο κυρίως «ενόχους» όσο και στις εκδόσεις Άγρα.
.
.
[1] Τούτο το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου (βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Θεσσαλονίκη, 17 Δεκεμβρίου 2012).
[2] Γιώργος Αναστασιάδης, Το παλίμψηστο του αίματος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010.
[3] Γιάννης Σταυρακάκης, «Ιδρυτικές απαρνήσεις», στο Α. Αντονάς, Α. Δάλλας και Φ. Ωραιόπουλος, Weak Monuments, κατάλογος έκθεσης, Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 63-69.
[4] Κλεμάν Ροσέ, Η αρχή της ωμότητας, Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 33-36.
[5] Πάρις Πετρίδης, «Τζα;», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 41 (2012), σ. 8
[6] Πάρις Πετρίδης, “Θα μαζευτούν οι εβραίοι, κάτι γιορτάζουν’’, https://www.thegreekcloud.com/blogs/blog.php?pg=3&uid=16&id=1372 (προσπέλαση, 27-1-2015).
[7] Πετρίδης, «Τζα;», ό.π.
.
* Ο Γιάννης Σταυρακάκης σπούδασε πολιτική επιστήμη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ανάλυση λόγου στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Εργάστηκε στα Πανεπιστήμια του Έσσεξ και του Νόττιγχαμ, και από το 2006 διδάσκει ανάλυση πολιτικού λόγου και πολιτική θεωρία στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι μελέτες του Ο Λακάν και το πολιτικό (Ψυχογιός, 2008) και Η λακανική αριστερά (Σαββάλας, 2012), ενώ το τελευταίο διάστημα έχει συνεπιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους: Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη (Εκκρεμές, 2008), Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα (Νεφέλη, 2008), Νεολαία: ο αστάθμητος παράγοντας; (Πολύτροπον, 2008). Τελευταίο του βιβλίο (από κοινού με τον Νικόλα Σεβαστάκη) η μελέτη Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση (Νεφέλη, 2012). Ζει στη Θεσσαλονίκη.
.