“Coming Soon Very Sad” διαβάζουμε σε ένα γκραφίτι που διακρίνεται σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες του Stéphane Charpentier. Δεν είναι ούτε ο έντονος κόκκος ούτε η νυχτερινή ασπρόμαυρη λήψη τα στοιχεία εκείνα που την καθιστούν χαρακτηριστική. Αλλά είναι ακριβώς οι συνδηλώσεις της παραπάνω φράσης, που φαίνεται να διαποτίζουν το σύνολο του φωτογραφικού έργου του Charpentier και αποτελούν το υπόστρωμα που υποκινεί τις εκάστοτε μορφολογικές ή θεματικές επιλογές του.

Coming soon… Το υπόστρωμα αυτό συνδέεται αφενός με κάτι που έρχεται. Που νιώθεις να ψάχνει το δρόμο για να έρθει. Το κανάλι για να εκπέμψει, το χέρι για να πιάσει. Κάτι ίσως και χωρίς πρόσωπο ορατό ακόμα. Μια χειρονομία που ταλαντεύεται ανάμεσα στην έλξη και την απώθηση. Μια κουβέντα που δεν έχει βρει το χώρο να ακουστεί. Αυτό το κάτι είναι κάτι που διαρκώς μοιάζει να λείπει. Και είναι αυτή η απουσία, αυτή η έλλειψη την οποία ο Charpentier μετασχηματίζει σε προσωπικό ιδίωμα. Κάθε του μεμονωμένη φωτογραφία, αλλά και κάθε φωτογραφική σειρά υιοθετεί έναν λόγο ελλειπτικό. Έναν λόγο που δείχνει να «περιφρονεί» σύγχρονες αντιλήψεις που δίνουν κεντρικό ρόλο στην ύπαρξη μιας αυστηρής αφήγησης. Και έτσι, μάς τροφοδοτεί με θραύσματα σκέψεων ή συνειρμών. Που μάς υπενθυμίζουν ότι η φωτογραφία είναι τεκμήριο απουσίας.

Η έλλειψη αυτή γίνεται μέθοδος.

Από τη σειρά Éclairages, 1362-34α / 2009

Very sad… Αφετέρου, το υπόστρωμα αυτό συνδέεται μάλλον με μια διάχυτη μελαγχολία, ίσως και θλίψη. Μια θλίψη ιδιότυπη που συχνά έρχεται μέσα από διάπλατα χαμόγελα, εκτυφλωτικές λάμψεις και αναπαραστάσεις συλλογικών ή/και ατομικών εκφράσεων έντονων -ενίοτε και παιγνιωδών- ενορμήσεων. Κορίτσια που διασκεδάζουν, ζευγάρια που αγκαλιάζονται, παιδιά που παίζουν, πλήθη που διαδηλώνουν εκπέμπουν μια απελπισία ίδιου μήκους κύματος με αυτήν ανθρώπων που ζητιανεύουν ή άδειων από ζωή καφκικών κτηρίων. Πράγμα καταρχάς παράδοξο. Η επιλογή μάλιστα του φωτογράφου να παραθέτει μαζί τέτοιες εικόνες δημιουργεί και μία αίσθηση μιας επιπλέον «περιφρόνησης» εκ μέρους του απέναντι στη νοηματική οργάνωση του υλικού του. Ωστόσο, αντιμετωπίζοντάς το ως κάτι εμπρόθετο, μάλλον οδηγούμαστε, με μία επιπλέον ανάγνωση, στην υποψία ότι τελικά η μελαγχολία αυτή είναι η βάση της αλληλεξάρτησης όλων αυτών των ετερόκλητων θεμάτων.

Η μελαγχολία αυτή γίνεται περιεχόμενο.

Από τη σειρά “The Eclipse”, C188-02a / 2014

Στην πρόσφατη έκδοση δουλειάς του που πραγματοποίησε το VOID με τίτλο The Core”, τα παραπάνω χαρακτηριστικά παροξύνονται μέσα από μία υψηλού ρίσκου, αλλά τελικά άκρως ενδιαφέρουσα, χειρονομία. Ο Charpentier οικειοποιείται την ελληνική έκδοση του εμβληματικού βιβλίου του ρώσου φυσικού και κοσμολόγου Γκεόργκι Αντόνοβιτς Γκάμοφ, «Η Ατομική Ενέργεια» (1951) και τοποθετεί το έργο του εμβόλιμα σε μερικές από τις πλεόν ριζοσπαστικές αναλύσεις για τον πυρήνα του ατόμου. Η επιλογή του να έρθει σε διάλογο με το έργο του Γκάμοφ, δε φαίνεται καθόλου τυχαία, καθώς ισχυρίζεται ότι με τη δουλειά του αποπειράται να μιλήσει για εκείνο το επικίνδυνο όριο το οποίο έχει υπερβεί η ανθρωπότητα και πέρα από το οποίο οδεύει προς τη δυστοπία, ενώ ο Γκάμοφ υπήρξε εκείνος που ανακάλυψε το περίφημο κβαντικό φαινόμενο σήραγγας, κατά το οποίο ένα κβαντικό σωματίδιο διασχίζει ένα φράγμα δυναμικού, το οποίο φαίνεται πως είναι απίθανο να ξεπεραστεί. Το φαινόμενο παίζει κεντρικό ρόλο στην πυρηνική σύντηξη και ως εκ τούτου στις δυνατότητες που έχει αναπτύξει η ανθρώπινη δραστηριότητα για μαζικές καταστροφές. Η μοντέρνα φωτογραφική εικονοποιία του Charpentier συνδιαλέγεται με τη μοντέρνα Φυσική του Γκάμοφ μέσα από ένα τόλμημα όσο χρειάζεται εννοιολογικό, ώστε να μιλήσει σύγχρονα.

Από τη σειρά High Rise, 1604-04 / 2011

Ο ελλειπτικός λόγος του φωτογράφου απογειώνεται με το βιβλίο αυτό, καθώς αυτό που λείπει, όχι απλώς δεν έρχεται ποτέ, όχι απλώς λειτουργεί μετωνυμικά ενόσω εφάπτεται με την επιστημονική γλώσσα, αλλά αντικαθιστώντας εξισώσεις με φωτογραφίες δημιουργεί περαιτέρω την αίσθηση μιας έλλειψης ακόμα και στην επιστήμη αυτή  που επαγγέλλεται τη μέγιστη γνωστική ανωτερότητα σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η μελαγχολία και η θλίψη του έργου του φωτογράφου στο υβριδικό αυτό βιβλίο φαίνεται να λαμβάνουν την πιο ταιριαστή έκφρασή τους, στη σύνδεσή τους αυτή τη φορά με κάτι πάρα πολύ συγκεκριμένο, που υπερβαίνει τη διάθεση του φωτογράφου και επικοινωνεί όντως με μια επερχόμενη δυστοπία που μάς αφορά όλους: με την απειλή μιας ολοκληρωτικής καταστροφής που, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις στο σύγχρονο κόσμο, δεν σταμάτησε στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Με τη χειρονομία αυτή, που η έκδοση του VOID υλοποίησε με τον πιο λιτό και απέριττο επιμελητικά και σχεδιαστικά τρόπο, ο Charpentier φαίνεται να ξεπερνά και ένα δικό του αυτή τη φορά όριο: μιλά βαθειά πολιτικά, μένοντας πιστός στο προσωπικό, ποιητικό του ύφος. Και το καταφέρνει τοποθετώντας τις αναγκαίες συντεταγμένες σε έναν όγκο υλικού που έδειχνε να τις αποζητά.

The Core

.