Μεταφράζουμε από τον ιστότοπο openculture.com ένα αξιοσημείωτο άρθρο του Josh Jones αναφορικά με την άγνωστη στο ευρύ κοινό σχέση του φιλοσόφου Ludwig Wittgenstein με τη φωτογραφία. Απόδοση-Επιμέλεια: Δημήτρης Κεχρής.

.


.

Αρκετές φορές οι φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί πάνω στην αισθητική της φωτογραφίας. Στο «Camera Lucida» ο Roland Barthes ξεκινά με μια οδυνηρή μνεία στη μητέρα του, όπως αυτή μνημονεύεται μέσω μιας φωτογραφίας της. Στο «Photography: A Middle-Brow Art» ο Pierre Bourdieu αναρωτιέται γιατί και πώς το μέσο έγινε τόσο δημοφιλές ώστε «να υπάρχουν μόνο λίγα νοικοκυριά, τουλάχιστον στις πόλεις, που δεν έχουν μια φωτογραφική μηχανή». Αλλά και το μεταθανάτιο «Athens, Still Remains» του Jacques Derrida, μια ταξιδιωτική αυτοβιογραφία συνοδευόμενη από τις φωτογραφίες του Jean-Francois Bonhomme, ξεκινά με τη μυστηριώδη φράση «Κατέχουμε τους εαυτούς μας μέχρι το θάνατο».

Για τον Barthes και τον Derrida, η φωτογραφία ήταν ένα μέσο ανεσταλμένης θνητότητας, κάθε φωτογραφία μια υπόμνηση θανάτου. Για έναν άλλο φιλόσοφο, τον κρυπτικό, πολυμαθή και διαβόητα κακόκεφο Ludwig Wittgenstein, η φωτογραφία είναι μια συμπαγής έκφραση των μέσων αντίληψης που ο ίδιος προτιμούσε. Διάσημη η φράση του στο έργο Philosophical Investigations, «Μη σκέφτεσαι, κοίτα!». Για τον ψυχρά εγκεφαλικό Wittgenstein, μια φωτογραφία δεν είναι ένα αναμνηστικό, αλλά μια «πιθανότητα». Το αρχείο του φιλοσόφου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge περιλαμβάνει την παραπάνω φωτογραφία, μια αληθινή «πιθανότητα», καθώς αυτή δεν αναπαριστά κανένα πρόσωπο, αλλά αποτελεί μια πειραματική εικόνα-σύνθεση του δικού του προσώπου και των προσώπων των τριών αδερφών του, κατασκευασμένη σε συνεργασία με τον φίλο του φωτογράφο Moritz Nahr [1] και με βάση το έργο του Francis Galton, «εισηγητή και πατέρα της ευγονικής». Οι τέσσερις χωριστές φωτογραφίες, τις οποίες ο Wittgenstein και ο Nahr ανέμειξαν, φαίνονται παρακάτω.

Ο υπεύθυνος των αρχείων του Wittgenstein, Michael Nedo, γράφει σχετικά με την εικόνα αυτή: «Ο Wittgenstein στόχευε σε μια άλλου είδους καθαρότητα που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τη φωτογραφία της σύγχυσης». Ο Galton ήθελε να επεξεργαστεί μία μοναχά πιθανότητα, εκεί που την ίδια ώρα ο Wittgenstein έβλεπε μια σύνοψη στην οποία όλο το φάσμα των πιθανοτήτων αποκαλύπτεται μέσα στη σύγχυση.

Η σύγχυση είναι μια λέξη που απαντάται σπάνια στη σκέψη του Wittgenstein –τουλάχιστον στο πρώιμο έργο του Tractatus LogicoPhilosophicus, όπου ο μοναδικός του σκοπός είναι μια καθαρότητα σκέψης που υποτίθεται ότι διαλύει όλα τα  «συγκεχυμένα» προβλήματα με μια σειρά ελλειπτικών αφορισμών. Ο Wittgenstein θεωρούσε τον εαυτό του ως «απόστολο του Freud», καθώς αναζητούσε το πώς να «σκεφτόμαστε μέσω εικόνων» και να φτάνουμε πέρα από τη γλώσσα στις εικόνες που παράγονται από τα όνειρα και το ασυνείδητο, «ώστε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά». Οι φωτογραφίες του Wittgenstein είναι τόσο παράξενα αποκομμένες και μυστήριες όσο ο ίδιος. Στον ιστότοπο salon.com όπου είναι αναρτημένη μια σειρά φωτογραφιών του φιλοσόφου, περιλαμβάνεται και το πορτρέτο του ίδιου, (βλ. παρακάτω), μια φωτογραφία τραβηγμένη ενώ δίδασκε το 1947 στην Ουαλία. Πρόκειται για μια εμβληματική εικόνα. Ο Wittgenstein κοιτά με σχεδόν «στραβωμένο» και υπεροπτικό ύφος την κάμερα, το σταθερό βλέμμα του είναι μια πρόκληση, ενώ ο μαυροπίνακας πίσω του είναι γεμάτος γρατζουνιές και μουτζούρες. Στην επάνω δεξιά γωνία της φωτογραφίας, η λέξη RAW κρέμεται  δυσοίωνα πάνω από το κεφάλι του φιλοσόφου. Το βλοσυρό αυτό πορτρέτο του Wittgenstein παρουσιάζει, επίσης, σαφώς και μια αντίθεση σε σχέση με πιο «ζεστά» φωτογραφικά πορτρέτα φιλοσόφων που έχουν πρόσφατα έρθει στη δημοσιότητα μέσα από βιβλία όπως αυτό του Steve Pyke που μεταξύ άλλων παρουσιάζει πορτρέτα των φιλοσόφων Richard Rorty, David Chalmers και Arthur Danto.

[1] Στο αγγλικό κείμενο του Josh Jones γράφεται λανθασμένα ότι ο Wittgenstein συνεργάστηκε για την κατασκευή της εν λόγω εικόνας με τον Galton. Ο Galton είχε πεθάνει από το 1911 και η φωτογραφία έγινε τη δεκαετία του 1920. Ο συνεργάτης του, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Cambridge, ήταν ο φίλος του, Moritz Nahr.

[.


.

Ο Josh Jones είναι διδάκτωρ της Αγγλικής Φιλολογίας στο Fordham University και ιδρυτικό μέλος και πρώην αρχισυντάκτης του Guernica / A Magazine of Arts and Politics.