
«Εκεί που είναι τα πράγματα, δεν φαίνονται. Εκεί που φαίνονται δεν είναι»
de Bovelles
Κοιτάζω, κατά καιρούς, παλιές ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες. Και τι βλέπω, άραγε; Αναρωτιέμαι τι βλέπω, ενώ φαίνεται, είναι προφανές: στιγμές προσώπων και σωμάτων, στιγμές δωματίων και ενδυμάτων, στιγμές τοπίων αστικών ή εξοχικών. Στιγμές – εικόνες που δεν βεβαιώνουν για τίποτα, ούτε καν εάν «υπήρξαν αυτές» οι στιγμές ή είναι μια μαγική επινόηση του ίδιου του χαρτιού και δεν ξέρω ποιων άλλων υπερφυσικών δυνάμεων που συναντήθηκαν και παίρνουν μορφή.
Μήπως παράγω εγώ αυτές τις εικόνες; Μήπως βλέπω αυτό που θέλω ή φοβάμαι να δω; Τίποτα δεν βεβαιώνει ότι «αυτό υπήρξε».
Ούτε ο ίδιος ο φωτογράφος θα μπορούσε να το βεβαιώσει -και πολύ λιγότερο τα πρόσωπα. Ίσως, οι χώροι… Οι άνθρωποι θυμούνται, ίσως, τη στιγμή της φωτογράφισης, αλλά όχι ποιοι ήταν εκείνη τη στιγμή. Δεν έχουν ιδέα τι βλέπει ο φακός από αυτό που δεν βλέπουν αυτοί σε αυτούς.
Όμως, η ασπρόμαυρη φωτογραφία δεν μου δείχνει μόνο αυτό που βλέπω. Μου δείχνει επίσης και αυτό που μπορώ να καταλάβω, να δω «πίσω» απ’ την εικόνα, μια μικρή αγκωνιά για να κοιτάξω βαθύτερα. Μου μιλάει σιωπηλά για το «νόημα».
Η επιλογή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας τείνει, καταρχάς, να παρακάμψει τη ρητορική των χρωμάτων, σαν το χρώμα να εμποδίζει την όραση, να εμποδίζει την πρόσληψη του «νοήματος» που επικαλύπτεται και κρύβεται μέσα στο χρώμα.
Μα, θα μου πείτε, η ζωή δεν είναι έγχρωμη; Ναι, αλλά, το «νόημα» μήπως είναι ασπρόμαυρο και γι’ αυτό η ζωή χρειάζεται να είναι έγχρωμη;
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία έχει τη ρητορική αυστηρότητα του θρησκευτικού λόγου, τη μοναστηριακή σεπτότητα του ουσιώδους. Ενός λόγου που μας θυμίζει τον προορισμό μας.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι το στιγμιαίο τράβηγμα της κουρτίνας για να δούμε καθησυχασμένοι, ωστόσο, απ’ αυτό που βλέπουμε, αφού αυτό που βλέπουμε δεν είναι η ζωή, μιας και η ζωή έχει χρώματα.
Γι’ αυτό, την ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι κατά εποχές που τη χρησιμοποιούμε. Κι ας είχαμε επιμείνει κάποτε ότι φωτογραφία είναι μόνο η ασπρόμαυρη, επειδή η φωτογραφία είναι ταυτισμένη με το «νόημα» της ματιάς επί του κόσμου.
Όμως…υποχωρήσαμε. Γιατί, τι το θέλουμε στο κάτω-κάτω το «νόημα»;
Η ζωή μπορεί να είναι ωραία και χωρίς «νόημα», κυρίως χωρίς «νόημα» – ακούστε τι χαρούμενα που τιτιβίζουν και αποκαλούνται με τα μικρά τους, αλλά επίσημα ονόματα τα χρώματα μεταξύ τους: πρωσικό κυανό, κόκκινο του καδμίου, ούλτρα μαρίν, κίτρινο του κρόκου, πορφύρα…Ακούστε έναν πίνακα της Popova ή του Picabia για να δείτε το ανώφελο ξόδεμα της υλικότητας του σώματος που ξορκίζει με ουράνια τόξα αυτό που πάει να συναντήσει: το Μαύρο.
Τα χρώματα δεν είναι παρά η ρητορική του «μαύρου – άσπρου». Τα χρώματα σχολιάζουν για κάτι άλλο που ήταν ήδη εκεί και το οποίο αποκρύπτουν: το «νόημα». Σαν να βλέπουμε καθαρότερα, λοιπόν, πετώντας τα χρώματα που, ωστόσο, εμείς είχαμε βάλει για να μη βλέπουμε, ακριβώς, το «νόημα».
Σαν να κουράστηκε ο άνθρωπος, από τότε που ο Descartes βεβαιώνει ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε εμείς για εμάς χωρίς τον Θεό, σαν να βρέθηκε σε απόγνωση από τότε που ο Nietzsche υπέγραψε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Θεού, σαν να συναντά το περίφημο «μη φύναι» του Σοφοκλή.
Όμως…όμως…ακούω ενστάσεις από τη μεριά του Μαύρου: « Μιλάς για ασπρόμαυρη σαν να υπάρχει το άσπρο – γιατί, άραγε, δεν μιλάμε για μαυρόασπρη φωτογραφία, γιατί βάζουμε το άσπρο ως πρώτο συνθετικό της λέξης; Μήπως δεν υπάρχει παρά το Μαύρο που το κρύβουμε με το άσπρο μπροστά;»
Το λευκό του νυφικού και το μαύρο του πένθους δεν μιλούν άραγε, και τα δύο για τον θάνατο, αφού το νυφικό δεν είναι παρά μια απελπισμένη αντίσταση ενός «μαζί» έναντι μιας βεβαίας και αναπότρεπτης κατάστασης;
Μήπως ο «Φωτεινός Θάλαμος» δεν οφείλει την καταγωγή του στον «σκοτεινό»; Μήπως, τελικά, το λευκό είναι το άλλο χρώμα του Μαύρου; Και µήπως, τελικά, το να παραδοθεί κανείς στο Μούρο, όπως οι γυναίκες στο Μέγα Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης που φορούσαν μαύρα από τα δώδεκα χρόνια τους, είναι ένας τρόπος άρνησης μιας μάταιης αντίστασης;
Και κάτι ακόμη: Μήπως, τελικά, n ασπρόμαυρη αποκρύπτει αυτό που προσθετικά πάει να φανερώσει το «νόημα»; Μήπως, δηλαδή, γίνεται χρήση του μαύρου, αφού το μαύρο ως χρώμα πια καλύπτει το Μούρο της κατάστασης και το αποκρύπτει. Έχουµε vα κάνουµε µε το µαύρο χρώμα πια, όχι με το Μαύρο.
Όπως, ακριβώς, το «Μούρο τετράγωνο» του Malevich αποκρύπτει το Μαύρο που είναι ακριβώς πίσω του. Όπως, ακριβώς, n «Σονάτα 4′ 33″» του Cage αποκρύπτει το ότι δεν υπάρχει τίποτα v’ ακούσουμε.
Ίσως γι’ αυτό οι Rolling Stones φώναζαν «Paint it black», για vα µη φαίνεται το μαύρο και n Amy Winehouse τραγουδούσε «Back to black», στην αυθεντικότητα του Μαύρου χωρίς το μαύρο χρώµα.
Τι βλέπουμε; Μήπως το ασπρόμαυρο ψεύδεται, επίσης, όσο και το έγχρωμο;
Μπορεί, πράγµατι, n πραγματικότητα και το «νόημά» της -κι ακόμη περισσότερο n διαδικασία της συνείδησης της όρασης vα αναδεικνύονται βάσει της διάταξης αντιθετικών μονάδων, όπως το είδαμε στη γλωσσολογία του Jacobson, στην ανθρωπολογία του Lévi Strauss ή στις φροϋδικές συνιστώσες της λειτουργίας του ψυχικού συστήματος: αρσενικό -θηλυκό, σαδισµός – μοζοχισμός κ.λπ. Αλλά, επίσης, στις αναλύσεις της αγγλικής φιλοσοφίας από τον Locke και μετά, στη χεγκελιανή ανάγνωση της όρασης και βέβαια, της υπέροχης ανάλυσης του Sartre αφενός και του Lacan αφετέρου, όπως αναπτύσσει τη σκέψη του στις «Τέσσερις βασικές έννοιες της Ψυχανάλυσης».
Μα, τελικά, μήπως, η ανάδυση του «νοήματος» μέσω των αντιθέτων αποσκοπεί στην απόκρυψη τού ότι δεν υπάρχει «νόημα», υπάρχει μόνο Μαύρο;
Μήπως, τελικά, το ασπρόμαυρο και το έγχρωμο οφείλονται σε μαύρη μαγεία που τείνει με μαύρο χιούμορ να καλύψει τη μαύρη τρύπα του μαύρου θεάτρου της μελαγχολίας της ζωής;
Μήπως τελικά οι ιμπρεσιονιστές ήταν πιο έντιμοι που δεν χρησιμοποίησαν ποτέ μαύρο, αλλά αποδέχθηκαν να παίξουν με τη ζωή και τις εντυπώσεις, ανάγοντας τον Εωσφόρο σε κομιστή της Ηούς; ‘Η, όπως αργότερα, ο Ernst με τον «Μαύρο ήλιο» του;
Μήπως, λοιπόν, η ασπρόμαυρη φωτογραφία -που αγωνιά για την αυθεντικότητα και το ουσιώδες, για τη ρητορική τής σεπτότητας, τη ρητορική τού «αυτό είναι»= είναι, ουσιαστικά, η σοβαροφανής και αληθοφανής προσπάθεια να αποκλειστεί η έλλειψη «νοήματος» όπου το «μαύρο-άσπρο» τείνει με μανιχαϊστικό τρόπο να συλλάβει το δήθεν «νόημα» που αναδύεται με τη κατάργηση της φλυαρίας των χρωμάτων;
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία ως μαέστρος κινεί την μπαγκέτα, επιβάλλοντας σιωπή στα όργανα των χρωμάτων για ν’ ακούσουμε τις συγχορδίες του ουσιώδους.
Όμως, μια προσεκτικότερη ματιά θα μας έκανε να δούμε ότι η μπαγκέτα είναι σταθερά υψωμένη και ακίνητη, αφήνοντας ν΄ ακουστεί το βαρύ βήμα του «Godot» που δεν θα έρθει ποτέ.
Αυτό που βλέπουμε ως ουσία, δεν είναι παρά μια μαύρη διαστημική τρύπα για να μη βλέπουμε πέρα απ΄ αυτό που βάζουμε μπροστά στο βλέμμα μας, ικανοποιημένοι ότι βλέπουμε καθαρότερα, αφού το ασπρόμαυρο μάς υπόσχεται την καθαρότητα του «νοήματος», απαλλαγμένου από τη σύγχυση των χρωμάτων.
Όμως…ο πιγκουίνος φαίνεται αστείος όχι για το περπάτημα του, αλλά γιατί το περπάτημα του γελοιοποιεί τη σοβαρότητα που πάει να επιβληθεί μέσω της μελενδυσίας, γελοιοποιεί την αυστηρότητα του «μαύρου – άσπρου», τον θρίαμβο του γαμπρού, το ύφος του υπουργού, της βραδινής ή επίσημης εμφάνισης, του κάθε «δήθεν».
Ο πιγκουίνος κάνει με το βάδισμα του την αυστηρότητα αυτή να χωλαίνει, σαν να λέει: η συμβολική αναπαράσταση του «νοήματος» μέσω της σημειωτικής των χρωμάτων καταρρίπτεται, η αντιθετική τάξη του «μαύρου – άσπρου» για την ανάδειξη της σημασίας του κόσμου καταρρίπτεται, επίσης.
Ο πιγκουίνος κάνει ακριβώς αυτό: γελοιοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, τραβάει το χαλί του «νοήματος» κάτω από τα πόδια του σημαίνοντος, μας λέει με το βάδισμα του ότι όλα είναι αστεία, δείχνοντάς μας τον δρόμο για τις καρναβαλικές σελίδες του Bakhtin.
Με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο που μια γυναίκα αφήνει βαθιά κάτω στη μέση το άνοιγμα της βραδινής τουαλέτας: καταρρακώνει τη σοβαρότητα, τον αυτοέλεγχο, «λέει» ότι το μαύρο απλώς καλύπτει, απλώς μετριάζει την επιθετικότητα του ανεξέλεγκτου του σώματος που παραμονεύει. Η γυμνή πλάτη αναδεικνύει τη σοβαρή μαύρη τουαλέτα ως ειρωνεία τιθάσευσης, άρα, ως ειρωνεία «νοήματος», ενός σώματος χωρίς «νόημα» που διασχίζει τον χρόνο, φορώντας το ασπρόμαυρο της δήθεν επισημότητας του «νοήματος» της ζωής.
Σαν να ακούγονται φωνές από το μέρος του πιγκουίνου: φτάνει πια με τους «σοβαρούς», φτάνει πια με τους δωρητές «νοήματος», φτάνει με τις υποσχέσεις σωτηρίας, πολιτικές ή μη.
Ίσως, άξιζε, εδώ να λέγαμε κάτι για την «Εννοιολογική τέχνη»: μήπως με τις «εξυπνάδες» που παρουσιάζουν ενίοτε ως τέχνη και το «νόημα» που προσφέρουν, αποκρύπτουν την έλλειψη «νοήματος» και γίνονται στυλοβάτες μιας αυταρχικής κοινωνίας, εκείνης της οικονομίας της αγοράς, που προσφέρει αφειδώς «νοήματα» υποταγής, κατανάλωσης και ενοχής; Η συζήτηση είναι μεγάλη, θα ‘πρεπε να καλέσουμε και άλλους, τον Benjamin, τον Baudrillard, τον Adorno…Ίσως, σε ένα άλλο κείμενο. Πάντως, κάποιες στιγμές, έχω την εντύπωση ότι ο τελευταίος στοχασμός ήταν του Linhtenstein.
Το «Λεωφορείον ο πόθος», ασπρόμαυρη ταινία του ’50 βασισμένη στο θεατρικό του Williams, υποσκάπτει εκ των έσω τη σοβαρότητα και το ουσιώδες του «μαύρου – άσπρου», αφού μέσω αυτών αναδεικνύονται το αδιέξοδο της ζωής, η επανάληψη, η έλλειψη «νοήματος», από τα οποία ορίζονται τελικά οι ήρωες της ταινίας.
Σαν τις ταινίες του Rossellini, όπου το βαθύ συναίσθημα που εκπέμπουν δεν είναι παρά η αντίδραση στο βαθύ Μαύρο που έζησε ο κόσμος τον προηγούμενο καιρό.
Σαν την «Casablanca»: Οι ήρωες δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς . Είναι υποχείρια ενός «μη-νοήματος» που αλαφιάζει τις ζωές τους για να κρατηθούν από κάπου. Αλλά, το αεροπλάνο θα φύγει ως ένα «νόημα» που δεν υπήρξε ποτέ.
«Πες μου πως φταίω εγώ, μωρό μου», τραγουδάει η ασπρόμαυρη Gilda το ’46, τραβώντας αργά τα μακριά μαύρα γάντια της, στο πιο τέλειο στριπτίζ στην ιστορία του σινεμά: Αρκεί να βγάλει μόνο τα γάντια, ουσιαστικά, να πετάξει μακριά τη σοβαρότητα του «νοήματος» που ξέρουμε, εξαρχής, ότι είναι φορετό. Για να δούμε την αστραφτερή γυμνότητα του «μη-νοήματος». Κι όποιος αντέξει…
Ταινίες, στο σύνολο τους, αμέσως μετά τον πόλεμο.
Κλείνοντας, αγαπητοί συνταξιδιώτες του Νοήματος, σας εύχομαι να ζήσετε ένα ασπρόμαυρο φιλί, σαν εκείνα του Doisneau, που κάνουν τη ροή της ζωής να γίνεται φόντο στο ουσιώδες, σε κάποιο δρόμο του κόσμου, ένα απόγευμα, έστω για μια στιγμή…
.
.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο Homo Photographicus του Φώτη Καγγελάρη,
Ο Φώτης Καγγελάρης είναι Διδάκτωρ Ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού, Καθηγητής Ψυχολογίας της Εικόνας.
https://www.ropipublications.com/homo-photographicus/
.
φωτο: Werner Bischof | Penguins of Edinburgh Zoo On A walk (1950)
.