τη μίαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
Μίλτος Σαχτούρης
Υπάρχει η παράδοση στην νοτιοανατολική Ευρώπη, ίσως υπάρχει και αλλού, οι άνθρωποι να τραβούν αναμνηστικά στιγμιότυπα από καταστάσεις που θεωρούν σημαντικές και ευχάριστες. Σπάνια αποτυπώνεται στη φωτογραφία ένας χωρισμός ή ένας θάνατος: επιλέγουμε να φωτογραφίζουμε, να θυμόμαστε τη ζωή μας μέσα από μία πορεία όμορφων στιγμών.
Με βάση λοιπόν την αρχική πρόθεση, είναι κρίμα που οι φωτογραφίες δεν αγκιστρώνουν την πρόθεση των εμπλεκόμενων, τα συναισθήματα της στιγμής ή έστω τη δεδομένη συνθήκη του «τότε». Αντιθέτως, πάντοτε μεταλλάσσονται νοηματικά από την εποχή και το πλαίσιο ανάγνωσης, αλλά και από το ίδιο το βάρος του χρόνου που έχει περάσει.
Σε αντίθεση με την έκταση που έχουν άλλα οικογενειακά αρχεία, το δικό μας ακολούθησε από κοντά τη μητέρα μου, για είκοσι χρόνια. Τίποτα πριν και τίποτα μετά. Λίγα σημάδια από άλλους συγγενείς. Λες και η μητέρα είχε τον προσωπικό της φωτογράφο που την απαθανάτιζε στα −χαρούμενα και σίγουρα− βήματα της ενηλικίωσης. Σήμερα που κι εγώ μεγαλώνω κοιτάζω με λύπη την ιστορία της μητέρας μου. Διακρίνω βέβαια την αλλαγή των ιστορικών εποχών, το πλαίσιο ανάγνωσης, τις έμφυλες φωτογραφικές πρακτικές −και τότε και τώρα−. Αυτά όμως δεν αρκούν.
Κάτι φταίει για αυτή τη μελαγχολία που γεννάει το οικογενειακό μου αρχείο. Οι εικόνες τις χαράς του τότε, αφήνουν στο σήμερα γλυκόπικρα συναισθήματα και ανοίγουν ερωτήματα όσον αφορά στη ζωή που θα ζήσουμε στο σήμερα. Αντί για καταφάσεις, τα προσωπικά μας αρχεία συγκροτούν πλήρως θραυσματοποιημένες μικρο-ιστορίες και εκπληρώνουν οπτικά δεδομένες γενεαλογίες: η θλίψη των εικόνων γεννιέται και από την ανικανότητα μας να τις διαβάσουμε. Τα ερωτήματα γίνονται περισσότερα από τις απαντήσεις που λαμβάνουμε. Κι έτσι, συνεχίζουμε και ψηλαφούμε -πέφτουμε πάνω, στα έπιπλα ενός προϋπάρχοντος κατασκότεινου σπιτιού. Δεν ξέρω τι φταίει λέω από τη μία. Από την άλλη είμαι σίγουρη ∙ φταίει το μέσο πάραυτα, δεν είναι κάτι άλλο.
Αλίκη Κουμπάρου
Επιμέλεια, Γιάννης Καρπούζης