Άγιοι. Και Αγίες. Μάρτυρες. Αυτόπτες μάρτυρες του πολέμου. Όχι μόνο αυτού που τα αφεντικά του πλανήτη εξαπολύουν κάθε στιγμή. Αλλά, κυρίως, ενός πιο διαχρονικού πολέμου ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στις τάσεις απελευθέρωσης και στις τάσεις υποταγής, που υπάρχουν γύρω μας και μέσα μας. Ενός πολέμου που αφήνει πιο βαθειά σημάδια από τις σφαίρες, ενίοτε, όμως, και μερικά μεταφυσικά χαμόγελα. Το saints., του Πάνου Κέφαλου, ένα έργο που θεματολογικά επικεντρώνεται στη ζωή προσφύγων της αφγανικής κοινότητας στην Αθήνα και το οποίο κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 2016 από τον εκδοτικό/ερευνητικό οργανισμό Fabrica, είναι μέσα στον πόλεμο αυτόν. Δεν κοιτάζει απ’ έξω με το ύφος ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή, όπως συχνά συμβαίνει με τέτοια θέματα (ειδικά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα). Έρχεται από μέσα, καθώς ο Κέφαλος ανέπτυξε προσωπική επαφή με τους ανθρώπους που φωτογράφησε, βρέθηκε μαζί τους μέσα στα σπίτια τους, στους πιο προσωπικούς τους χώρους επί τρία χρόνια και σίγουρα αυτό ως φωτογραφική πρακτική έχει μια αξία από μόνη της όσον αφορά στον τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων και επηρεάζει κατ’ επέκταση και την αισθητική του παραγόμενου έργου.

Το saints., είναι ένα έργο που ενέχει μια διάσταση «ιερότητας». Και αυτό, μάλλον, δεν υπαγορεύεται ούτε από το φωτοστέφανο του εξωφύλλου του βιβλίου ούτε από τον τίτλο του. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ιερότητά του σχετίζεται με το ανάφορό του. Κάτι «υπερ-γήινο» φαίνεται να αναδύεται από αυτό. Κάτι ευγενές αλλά και σκληρό, κάτι «σωματένιο» αλλά και εύθραυστο ταυτόχρονα. Άνθρωποι ελεύθεροι πολιορκημένοι, πότε με μάσκες ψυχρές, πότε με βλέμματα τα οποία κουβαλούν αιώνες καταστροφών, αν και κάποιοι σε παιδικά κορμιά ακόμα. Σκόνη, πέτρες, λάσπη πλαισιώνουν ή/και γεννούν τις αγκαλιές τους. Μπουσουλούν, μα τα φτερά στην πλάτη τους τούς καλούν να πετάξουν. Βρώμικοι και καταθλιπτικοί χώροι, ταλαιπωρημένα δέρματα, ουλές, χαμόγελα που έρχονται από τα έγκατα της ύπαρξης και ακροβατούν αινιγματικά ανάμεσα στη μακαριότητα και τον τρόμο. Ένα καροτσάκι super-market γίνεται κλουβί (ίσως πάντα κλουβί να είναι), ζώα ζωντανά ή νεκρά μα σίγουρα εκτός τόπου, χειμώνας και υγροί τοίχοι με ζωγραφιές, όπλα-παιχνίδια (ή και όχι) και ξανά μια μάσκα… μια μάσκα παντού που «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» [Ηράκλειτος]. Τα παιδιά αυτά που επιβιώνουν κάθε μέρα αντιστεκόμενα στον ολοκληρωτισμό που συσσωρεύει ερείπια επί ερειπίων, αυτά που έρχονται από την άλλη άκρη του κόσμου για να γλιτώσουν τις βόμβες και βρίσκονται ξανά στο στόμα του λύκου είναι de facto Άγιοι και Αγίες. Όχι από αυτούς που η θρησκεία λιβανίζει, όχι από αυτούς που βλέπουμε σε άψυχες, χρυσοποίκιλτες εικόνες. Είναι Άγιοι με σπλάγχνα. Και τα δεινά που υφίστανται δεν τους χαρίζουν μια θέση στο Βασίλειο των Ουρανών, αλλά μια θέση στην καθημερινή επίγεια κόλαση. Ναι, εδώ στην καρδιά μιας ευρωπαϊκής μητρόπολης. Στα προσφυγικά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας που έχουν ακόμα στους τοίχους τα σημάδια από τον Δεκέμβρη του ‘44. Σε αντίσκηνα στο Πεδίον του Άρεως. Του Άρη δηλαδή. Του Θεού του Πολέμου, μην ξεχνιόμαστε… Οι Άγιοι αυτοί και οι Αγίες νικούν κάθε μέρα τον θάνατο και κερδίζουν τη ζωή, όχι μόνο επειδή επιβιώνουν, αλλά κυρίως επειδή μέσα στην κόλαση παίζουν και χτίζουν. Χτίζουν σχέσεις. Η πιο μεγαλειώδης νίκη της ζωής απέναντι στον -παντού γύρω μας- θανατηφόρο ατομικισμό. Παίρνουν στα σοβαρά το παιχνίδι. Τι πιο ζωη-ρό! Τι πιο απελευθερωτικό. Άνθρωποι που νιώθουν τον κίνδυνο να καραδοκεί, με τον φόβο πάνω από τα κεφάλια τους να απειλεί να τους καθυποτάξει, υπερασπίζονται με τον πιο αυθόρμητο και αθώο τρόπο τη φύση (τους), αντιπαρατιθέμενοι, ίσως ασυνείδητα, στους συνήθεις (για τους περισσότερους) θανατερούς μηχανισμούς της καταπίεσης των ενστίκτων.

.

Μα πού συμβαίνουν όλα αυτά; Στην πραγματική ζωή ή στις φωτογραφίες;  Στην «κακόφημη» πλατεία Βικτωρίας ή στις σελίδες του βιβλίου; Στο κεφάλι του φωτογράφου ή στο δικό μας; Πρόκειται, μήπως, για ένα ακόμα social documentary που σκοπεύει στην «ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης» ή για ένα προσωπικό ημερολόγιο με γοητευτική εικονογράφηση; Και εδώ ερχόμαστε σε ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο, που μάλλον μας πάει πέρα από τα δίπολα αυτά. Στον σεβασμό και την πολιτική σοβαρότητα με την οποία το saints. σχετίζεται με τους πρωταγωνιστές του πολέμου. Η ματιά του Κέφαλου δεν «αιχμαλωτίζει» τις στιγμές τους. Είναι η ίδια μέρος της κατάστασης. Δε θα ταίριαζε να πούμε ότι το saints. καταγράφει και μεταφέρει. Λειτουργεί, αντιθέτως, ως ένα υβριδικό «μετα-ντοκουμέντο», το οποίο αναδύεται ως σχέση, επίσης. Του φωτογράφου με το φωτογραφιζόμενο, με το μέσα και το έξω (του;). Αναδύεται ως διαδικασία το ίδιο, συνεχούς επανεπινόησης της ζωής μέσα από τα συντρίμια, ως πάθος και ανησυχία μαζί, ως πάλη και αμηχανία, ως «ομορφιά» μέσα στην «ασχήμια», ως κάτι οικείο μέσα στο σοκ. Και εδώ κάπου, ανιχνεύουμε ενός δεύτερου επιπέδου ίχνη ιερότητας στο έργο αυτό.

Ένα ακόμα παράγωγο της προαναφερθείσας πάλης μεταξύ της τάσης απελευθέρωσης και της τάσης υποταγής, στους «Αγίους», το οποίο νιώθουμε πολύ υλικά, είναι και η σύγκρουση ανάμεσα στην «ελευθερία» και την «ασφάλεια». Σε μια τάξη πραγμάτων που έχει επιβάλει βίαια αυτό το δίλημμα (σε όλους μας) και που προτάσσει την περιστολή της πρώτης για χάρη της δεύτερης, οι «Άγιοι» ταλαντώνονται πιο έντονα από τον καθένα μας μεταξύ των δύο. Άλλοτε με εγκαρτέρηση, στωικότητα, συστολή και άλλοτε βγαίνοντας με άγρια, χαοτική ορμή εκτός ορίων, διαγράφουν κάθε στιγμή αυτό το νιτσεϊκό «τόξο ανάμεσα σε δύο θανάτους». Μήπως, όμως, θα ήταν απλοϊκό να θεωρήσουμε ότι χρειάζεται να διαλέξουμε μεταξύ των δύο άκρων; Ίσως, οι «Άγιοι» με αυτήν τους την ταλάντωση μας ψιθυρίζουν ότι χρειάζεται μια υπέρβαση του παραπάνω ασφυκτικού διπόλου. Προς μια κατάσταση στην οποία η ελευθερία και η ασφάλεια συμφύονται και η μια γεννά την άλλη διαρκώς…

.

Καταλυτικό ρόλο στην οπτική πρόσληψη των παραπάνω διαδραματίζουν, φυσικά, η φόρμα και η θεματολογία του saints. Και τα δύο, βέβαια, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Το οξύτατο, ασπρόμαυρο contrast, τα close-ups σε όχι και τόσο «ευχάριστες» λεπτομέρειες, η σκληρή χρήση του flash, η τραχύτητα με την οποία δίνεται έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία του ανθρώπινου σώματος, τα ωμά και συχνά “ανορθόδοξα” καδραρίσματα, η χρήση της νύχτας για το χτίσιμο μιας άλλοτε ονειρικής και άλλοτε τρομακτικής ατμόσφαιρας, αλλά και τα όσα εικονίζονται και αφορούν σε σύγχρονους «παρίες», στο έργο του Κέφαλου είναι φανερό ότι έλκουν σε έναν βαθμό την καταγωγή τους στον Anders Petersen και τον Jacob Aue Sobol. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο αυτό γίνεται, όχι μόνο δεν δείχνει μιμητισμό, αλλά αντιθέτως αποπνέει «χώνεμα» μιας ενδιαφέρουσας παράδοσης και διάλογο με αυτήν. Η φόρμα και το θέμα του βιβλίου δεν είναι ο ορίζοντάς του, δεν χρησιμοποιούνται σαν μια τυποποιημένη, «φορεμένη» μανιέρα, αλλά λειτουργούν ως ζώσα γλώσσα.

Τέλος, ξεχωριστή σημασία έχει το να συζητηθεί το γεγονός ότι το «saints.» (όπως και μερικά ακόμα έργα φωτογράφων από την Ελλάδα) κυκλοφόρησε σε βιβλίο στο εξωτερικό και όχι εδώ. Και διακρίθηκε ως ένα από τα 14 καλύτερα photobooks διεθνώς την περασμένη χρονιά στη λίστα του Lens Culture. Σε μια χώρα στην οποία οι φωτογραφικές ομάδες, τα σεμινάρια φωτογραφίας, οι ανοιχτές εκδηλώσεις με θέμα τη φωτογραφία και οι εκθέσεις φωτογραφίας πληθαίνουν με εκθετικό ρυθμό, είναι πραγματικά απορίας άξιο και ταυτόχρονα εξοργιστικό το γιατί είναι σχεδόν αδύνατον για έναν φωτογράφο να εκδώσει ένα βιβλίο χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει μερικές χιλιάδες ευρώ. Και έτσι, έχει φτάσει να μην είναι περίεργο το ότι υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο αρκετοί φωτογράφοι, όλου του ηλικιακού εύρους, με αξιόλογο έργο, με σοβαρή παρουσία χρόνων οι οποίοι δεν βιώνουν ποτέ αυτήν την ηθική ικανοποίηση και άλλοι που κινούνται με τα μάτια στραμμένα έξω (και καλά κάνουν) και συχνά ο κόπος τους αναγνωρίζεται. Ας αναρωτηθούν για το φαινόμενο αυτό οι ιθύνοντες και οι θεσμοί που διατείνονται ότι στηρίζουν τη φωτογραφική παραγωγή (αλλά μάλλον δεν τη στηρίζουν και πολύ…) και ας μας προβληματίσει όλους το πόσο σοβαρό και βαθύ είναι, τελικά, το όψιμο ενδιαφέρον που έχει αναπτυχθεί για τη φωτογραφία στη χώρα.

Το saints. αξίζει την προσοχή μας, όχι γιατί μιλάει για τα επίκαιρα (ή… «επίκαιρα») ζητήματα του πολέμου και του προσφυγικού/μεταναστευτικού ή επειδή έχει εντυπωσιακό και σπάνιο για τα δεδομένα του ελλαδικού χώρου στυλ, αλλά επειδή είναι έμπλεο πίστης στην ακατάλυτη δύναμη των κολασμένων του κόσμου για ζωή, είτε γεννήθηκαν στο Αφγανιστάν είτε στην Αθήνα, είτε βρίσκονται μπροστά είτε πίσω από τον φωτογραφικό φακό. Αξίζει την προσοχή μας και για τον επιπλέον λόγο ότι σε αυτό είναι δημιουργικά δυσδιάκριτο το αν η φωτογραφία μας λέει κάτι για την πραγματικότητα ή η πραγματικότητα για τη φωτογραφία (της).

.