«Εκείνοι που γνωρίζουν να διαβάζουν σωστά το τοπίο έχουν στην κατοχή τους το πλουσιότερο ιστορικό αρχείο»[1]
.
H έννοια του τοπίου
Η φύση περιέβαλλε ανέκαθεν τον άνθρωπο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άνθρωπος κατείχε ανέκαθεν υποχρεωτικά και την έννοια του τοπίου. Οι πρώιμοι αγροτικοί πληθυσμοί δεν ατένιζαν τη φύση ως τοπίο. Ζούσαν μέσα σε αυτήν. Όσο ισχυρότερη ήταν η σχέση των ανθρώπων με τη φύση τόσο ασθενέστερη ήταν η παρουσία του τοπίου στο εννοιολογικό τους σύμπαν. Άλλωστε, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας δεν είχαν καμία αίσθηση του τοπίου.[2]
Το τοπίο αποτελεί μια ιστορικά νοηματοδοτημένη αναπαράσταση του ανθρώπινου περιβάλλοντος, ορίζει δηλαδή τη συγκεκριμένη σχέση που ο άνθρωπος συγκροτεί με το περιβάλλον του σε μια στιγμή της ιστορικής του πορείας. Ό,τι βλέπουμε, είτε πρόκειται για το φυσικό περιβάλλον που μας περιβάλλει είτε για την πόλη που κατοικούμε, υποστηρίζει ο Simmel «δεν είναι κιόλας τοπίο, αλλά το υλικό για ένα τοπίο, με τον ίδιο τρόπο που μια ποσότητα βιβλίων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο δεν είναι κιόλας βιβλιοθήκη».[3]
Αντιλαμβανόμενοι την πολυσημία της έννοιας του τοπίου και στην προσπάθεια ορισμού της σημασίας του, ας σκεφτούμε το τοπίο ως αποτέλεσμα μιας βαθύτερης κοινωνικής ανάγκης του ανθρώπου. Το τοπίο υφίσταται από την στιγμή που μπορεί να παρατηρηθεί. Είναι υπόθεση του βλέμματος του ανθρώπου και της τεχνοποίησης της γής. Σύμφωνα με τον Lucius Barckhardt το τοπίο είναι ένα δημιούργημα του πολιτισμού και του πνεύματος μας και δεν κατέχει αυτούσια οντότητα.[4] Επομένως, το τοπίο δεν είναι απλά αυτό που βλέπουμε αλλά ένας τρόπος να παρατηρούμε. Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτές τις συνιστώσες ένα τοπίο παύει να αποτελεί μια αμέτοχη απεικόνιση ενός όμορφου χώρου και αποτελεί μία πολιτιστική διαδικασία. Ακόμα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο τρόπος που το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου, αφού διαφοροποιείται και ο τρόπος που οργανώνονται οι κοινωνίες.
Not all those who wander are lost[5]
Ξεκινώντας θα επιχειρήσουμε μια ιστορική αναδρομή σε θεωρίες που πραγματεύονται σφαιρικά την έννοια του πλάνητα και της περιπλάνησης με προεξέχουσα αυτή των Καταστασιακών. Ο Georg Simmel στη δική του «Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα» θεωρεί κορυφαίο ανθρώπινο επίτευγμα την οδοποιία, τη χάραξη δηλαδή δρόμων πάνω στην επιφάνεια της γης. Οι άνθρωποι ανέκαθεν επεδίωκαν να πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε δύο τόπους, τους οποίους συνέδεαν έτσι υποκειμενικά. Από τη στιγμή που κατέστησαν δυνατή τη χάραξη δρόμου στην επιφάνεια της γης, οι τόποι τους συνδέθηκαν αντικειμενικά και η βούληση για σύνδεση και επικοινωνία έγινε μορφοποιητικός παράγοντας των πραγμάτων.
Η Καταστασιακή Διεθνής, ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα στην Ευρώπη της δεκαετίας του ́60, το οποίο γεννήθηκε το 1957 από τη Διεθνή Λεττριστική, το Φαντασιακό Bauhaus και την Ψυχογεωγραφική Επιτροπή Λονδίνου. Έφερε στο προσκήνιο καινούργια πεδία ενδιαφέροντος κι ένα επαναστατικό πρόγραμμα που επικεντρωνόταν στον εκτοπισμό της συμβατικής τέχνης και την πραγμάτωση της τέχνης μέσα στη ζωή, καθώς επίσης και σε αυτό που ονομάστηκε «δόμηση καταστάσεων». Οι Καταστασιακοί (ή αλλιώς Λεττριστές) ήταν πρωτίστως μια ομάδα ριζοσπαστών καλλιτεχνών και θεωρητικών που έδρασαν στο Παρίσι. Όπως τόσα άλλα πρωτοποριακά κινήματα, οι Καταστασιακοί θέλησαν να πετύχουν την άνθηση της δημιουργικότητας μέσα στην κοινωνία.[6]
Θεμελιακές έννοιες του εν λόγω καλλιτεχνικού κινήματος, είναι η ψυχογεωγραφία, η κατασκευασμένη κατάσταση και η ενιαία πολεοδομία, σύμφωνα με την διατύπωση που έκαναν οι ιδρυτές του, Guy Debord και Ivan Chtcheglov. Ο όρος «ψυχογεωγραφία» περιγράφει την μελέτη εξειδικευμένων επιπτώσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος -είτε αυτό είναι συνειδητά οργανωμένο είτε όχι- στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η «κατασκευασμένη κατάσταση» αναφέρεται σε μια στιγμή ζωής, δομημένη συγκεκριμένα και σκόπιμα από τη συλλογική οργάνωση ενός ενιαίου κλίματος, μαζί με ένα παιχνίδι γεγονότων. Τέλος η «ενιαία πολεοδομία» είναι η θεωρία της συνδυασμένης χρήσης τέχνης και τεχνικής ως μέσων που συνεισφέρουν στην δόμηση ενός ενιαίου περιβάλλοντος διαβίωσης, σε δυναμική σχέση με πειράματα συμπεριφοράς.[7]
Με τη λέξη περιπλάνηση αποδίδουμε τον όρο derive (επακριβώς: απόκλιση, επειδή εννοεί μια πειραματική συμπεριφορά και την τεχνική του βιαστικού περάσματος μέσα από διάφορους χώρους».[8] Ο Σάββας Μιχαήλ αποδίδει στην έννοια της περιπλάνησης και μια φιλοσοφική και υπαρξιακή διάσταση λέγοντας ότι η Ιστορία είναι περιπλάνηση και ότι η κάθε εποχή έχει την Οδύσσεια που τής αρμόζει. Επιπροσθέτως, υποστηρίζει ότι «μια μορφή της περιπλάνησης δεν είναι η αναπαράσταση μιας εποχής ή του πνεύματος της- εναντιώνεται, συνήθως ανοιχτά, στο πνεύμα της εποχής και κάνει ορατό ό,τι αόρατο κρύβεται σ’ αυτήν».[9] Η προσέγγιση του Μιχαήλ φέρνει στην επιφάνεια μία ιδιότητα της περιπλάνησης όχι και τόσο προφανή, αυτή της αντίστασης και της κριτικής απέναντι στις εκάστοτε καθιερωμένες συμβάσεις.
Προκύπτει πράγματι από τις διάφορες καταστασιακές μεθόδους ότι η περιπλάνηση είναι μία τεχνική βιαστικού περάσματος μέσα από ποικίλες ατμόσφαιρες μιας πόλης, η οποία ως απώτερο σκοπό της έχει να κάνει ορατό κάτι που αποτελεί εσωτερική κατάσταση. Όπως εξάλλου δηλώνεται από τους Καταστασιακούς «είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναγνώριση επιδράσεων ψυχογεωγραφικής φύσης και με μια παιγνιώδη-κατασκευαστική συμπεριφορά, πράγμα που τη διαχωρίζει ολοκληρωτικά από τις κλασικές έννοιες του ταξιδιού και του περιπάτου»[10] Ο Guy Debord συμπληρώνει πως ένα ή περισσότερα άτομα που επιδίδονται στην περιπλάνηση απαρνιούνται, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, τους λόγους για τους όποιους συνήθως μετακινούνται και δρουν, τις σχέσεις τους, τις δουλειές τους και τις συνηθισμένες διασκεδάσεις τους, για να αφεθούν ελεύθερα όπου τα πάει ο χώρος και οι συναντήσεις που γίνονται σ’ αυτόν. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι, μέσα από την εξερεύνηση του αστικού τοπίου και την περιπλάνηση σε αυτό, το άτομο μπορεί να καλύψει πρωταρχικές βιολογικές και ψυχολογικές ανάγκες και επιθυμίες του, αντί να καταφεύγει στις επιταγές του προηγμένου καπιταλισμού της εποχής. Η ψυχογεωγραφική περιπλάνηση και η δόμηση καταστάσεων είχε ως στόχο να μετατρέψει τις καταπιεσμένες επιθυμίες των ανθρώπων σε ενδιαφέρουσες και δημιουργικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα με τη στάση τους αυτή, οι Καταστασιακοί ασκούσαν δριμεία κριτική στην εμπορευματοποιημένη κοινωνία και στο πώς αυτή καταπίεζε την επιθυμία για ψυχαγωγία και βιώματα.
Στην τεχνική της περιπλάνησης το τυχαίο διαδραματίζει λιγότερο καθοριστικό ρόλο, μιας και κάθε πόλη έχει ένα ψυχογεωγραφικό ανάγλυφο, διαθέτει σταθερά σημεία ή στροβίλους που απαγορεύουν την πρόσβαση σε ορισμένες ζώνες ή την έξοδο από αυτές. Ο περιπλανητής υποκύπτοντας στις κρυμμένες και υποσυνείδητες δυνάμεις της πόλης τραβάει μια νοητή γραμμή μέσα σ’ αυτήν και η περιπλάνηση νοείται έτσι ως μια αυτόματη γραφή που αντιστρέφει το επίσημο σχέδιο της πόλης αναδεικνύοντας μη χαρτογραφημένες αισθητικές και υποσυνείδητες ποιότητες. Σύμφωνα με την Καταστασιακή Διεθνή, μπορεί κανείς να περιπλανηθεί μόνος. Ωστόσο, οι ομάδες δυο- τριών ατόμων, των οποίων οι συμμετέχοντες έχουν κοινή αντιληπτική προσέγγιση, ύστερα από την διασταύρωση των εντυπώσεων τους, μπορούν να οδηγηθούν στην εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων.
Άλλες παράμετροι σχετικές με την περιπλάνηση, τις οποίες προσπάθησε να διασαφηνίσει ο Debord, είναι οι ακόλουθες: «Η μέση διάρκεια της περιπλάνησης είναι μια μέρα, δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το ξύπνημα ως τον ύπνο. […] Αυτή η μέση διάρκεια της περιπλάνησης έχει στατιστική και μόνον αξία, αφού συνήθως εξελίσσεται σε μερικές ώρες ελεύθερα καθορισμένες, ή ακόμα κι εντελώς τυχαία σε λίγες σύντομες στιγμές. […] Η σαφήνεια του πεδίου της περιπλάνησης ποικίλλει, ανάλογα με το αν κάποιος θέλει να μελετήσει ειδικά ένα χώρο ή κάποιες αποκλίνουσες συναισθηματικές επιδράσεις. […] Η μέγιστη έκταση του πεδίου αυτού δεν ξεπερνά τα όρια μιας μεγάλης πόλης και των προαστίων της και η ελάχιστη μπορεί να περιοριστεί σε μια μικρή μονάδα ατμόσφαιρας, μια μόνο συνοικία».[11]
Η περιπλάνηση, σύμφωνα με τον Vincent Kaufmann, καθηγητή αστικής κοινωνιολογίας, είναι η τεχνική της γρήγορης μετακίνησης μέσα ή ανάμεσα σε ποικιλόμορφα περιβάλλοντα. Είναι η τεχνική της παροδικότητας αφοσιωμένης σε μέρη και τοπία από μόνα τους προσωρινά, τα οποία παρέχουν μια καθαρή απεικόνιση αυτού που οι Λεττριστές ονόμαζαν καταστασιακή τέχνη, η οποία ήταν ταυτόχρονα προσωρινή και βιωμένη. Για τον Kaufmann «μέσα από αυτήν την προοπτική, η πρακτική της περιπλάνησης μοιάζει σαν μια στρατιωτική (αυστηρή), ερωτική και ως εκ τούτου ποιητική απόπειρα κατάκτησης ή επανακατάκτησης της γης που έχει πάρει ο εχθρός»[12]
Ένας ψυχογεωγραφικός χάρτης είναι η διαδικασία καταγραφής της εμπειρίας και της επιθυμίας, με την περιπλάνηση να αποτελεί ένα μέσο επανασχεδίασης των παραδοσιακών χαρτών. Ένας τέτοιος χάρτης μελετά και αποτυπώνει τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης, καθώς και την αλληλεπίδραση χωρικών συνθηκών αλλά και βιολογικών και ψυχολογικών λειτουργιών του περιπλανητή. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι δεν έχει κλίμακα, με αποτέλεσμα μια μικρή γειτονιά να μπορεί να εμφανίζεται μεγαλύτερη από μια ολόκληρη συνοικία, αν η «ατμόσφαιρα» της πρώτης είναι πιο ισχυρή. Οι χάρτες αυτοί έχουν βέλη τα οποία υποδεικνύουν την πορεία του περιπλανώμενου, την αφετηρία και όπου τελείωσε την περιπλάνηση. Ο Αμερικανός πολεοδόμος Kevin Lynch αναφέρει ότι στους ψυχοφεωγραφικούς χάρτες μπορούμε να συναντήσουμε τις κυριότερες δομές και μηχανισμούς μιας πόλης που είναι οι εξής: οι διαδρομές (paths), τα άκρα (edges), οι συνοικίες (districts), οι κόμβοι (nodes) και τα ορόσημα (landmarks).[13] Ο Debord θεωρεί ότι με τη βοήθεια τέτοιων χαρτών, αεροφωτογραφιών και πειραματικών περιπλανήσεων καθίσταται δυνατή μια πρωτοποριακή-ανατρεπτική χαρτογραφία, η χαρτογραφία των επιδράσεων μιας πόλης. «Οπωσδήποτε, πριν από την ολοκλήρωση ενός τέτοιου έργου, αυτή η χαρτογράφηση θα εμπεριέχει πάμπολλα λάθη, μοιάζοντας σ’ αυτό το σημείο με τη χάραξη των πρώτων χαρτών -με τη διαφορά ότι το ζήτημα δεν είναι πλέον η ακριβής χάραξη των αιώνιων ηπείρων, αλλά η αλλαγή της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας» [14]
Η μορφή του πλάνητα
Η έννοια της περιπλάνησης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ποιητές, όπως οι William Blake, Edgar Allan Poe, Charles Baudelaire καθώς και για στοχαστές, όπως οι Walter Benjamin και Jean Baudrillard. Η μορφή του πλάνητα έγινε διάσημη χάρη στον Benjamin και τις μελέτες του για το Παρίσι. Ως αναγνώστης του Baudelaire (Η μελαγχολία του Παρισιού, οι «Πίνακες του Παρισιού» στα Άνθη του Κακού, Μοντέρνα ζωή) ανέλυσε, περιέγραψε και οριοθέτησε τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητά του. Για να την γνωρίσουμε, χρειαζόμαστε τρία στοιχεία ή την αλληλεπίδραση τριών προϋποθέσεων: της πόλης, του πλήθους και του καπιταλισμού.
Η Susan Sontag από πολύ νωρίς συνέδεσε το φωτογραφικό μέσο με τον πλάνητα: «…η φωτογραφία καθιερώθηκε πρώτα ως μια προέκταση του ματιού του μεσοαστού flâneur, του οποίου τη νοοτροπία περιέγραψε με ακρίβεια ο Baudelaire. Ο φωτογράφος είναι μια ένοπλη έκδοση του μοναχικού περιπατητή που κάνει αναγνώριση, στήνει ενέδρα, περιπολεί την αστική κόλαση, ο ηδονοβλεψίας που κάνοντας βόλτες αποκαλύπτει την πόλη σαν ένα τοπίο από φιλήδονες ακρότητες»[15] Το βάδισμα στην πόλη είναι στενάχωρο για τους λάτρεις της πεζοπορίας, γιατί όταν κανείς περπατά στους δρόμους της, ο ρυθμός δεν είναι κανονικός και διακόπτεται συχνά. O πλάνητας περπατά, σε αντίθεση με πλειονότητα των κατοίκων που σταματούν ύστερα από μερικά μέτρα περπάτημα, για να κοιτάξουν έκθαμβοι τις βιτρίνες, να μπουν σε μαγαζιά και να μεταμορφωθούν σε καταναλωτές. Η ύπαρξη του πλάνητα προϋποθέτει το περιβάλλον των αστικών κέντρων, όπου κατά τον 19ο αιώνα συγκεντρώθηκε μεγάλο τμήμα του ανθρώπινου πληθυσμού. Το αστικό περιβάλλον δίνει τη δυνατότητα να περπατά κανείς για ώρες, παραμένοντας ωστόσο μακριά από την ύπαιθρο. Περπατώντας λοιπόν στις μεγαλουπόλεις, ο πλάνητας γνωρίζει διαφορετικές συνοικίες, που η καθεμιά συνιστά ένα διαφορετικό σύμπαν, κλειστό στον εαυτό του. Από τη μία γειτονιά στην άλλη αλλάζουν πολλά: το μέγεθος των κατοικιών, η αρχιτεκτονική, η ατμόσφαιρα, ο τρόπος ζωής, το φως, οι άνθρωποι. Ο Frederic Gros παρατηρεί εύστοχα πως ο πλάνητας εμφανίζεται τη στιγμή εκείνη που η πόλη έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που πλέον αποτελεί ένα τοπίο. Μπορεί κανείς να περιηγηθεί σε αυτήν όπως θα έκανε στα βουνά και να γνωρίσει έτσι τις αλλαγές προοπτικής, τους κινδύνους που κρύβει και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει. Η πόλη ως δάσος ή ζούγκλα.
Όσο αφορά στο δεύτερο στοιχείο, το πλήθος που αποτελείται από ανώνυμες, πολυάσχολες μάζες, ο πλάνητας το διασχίζει. Στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, οι άνθρωποι φαίνεται πως είναι πάντα απασχολημένοι με το να προλάβουν κάτι: ένα επαγγελματικό ραντεβού, μια συνέντευξη για δουλειά, κάποια προθεσμία, υπηρετώντας το ρητό του σύγχρονου πολιτισμού «ο χρόνος είναι χρήμα». Καθένας θέλει να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του και όλοι οι άλλοι στέκονται εμπόδιο στον δρόμο του. Μέσα στο πλήθος, κυριαρχεί η ανωνυμία. Για την τρίτη συνιστώσα, τον καπιταλισμό, ο Gros αναφέρει χαρακτηριστικά πως σηματοδοτεί τη στιγμή εκείνη όπου, πέρα από τα βιομηχανικά προϊόντα, η έννοια του εμπορεύματος εξαπλώνεται στο έργο τέχνης και το υποκείμενο. Εμπορευματοποίηση του κόσμου: τα πάντα μετατρέπονται σε αντικείμενα προς κατανάλωση, πωλούνται και αγοράζονται, προσφέρονται στη μεγάλη αγορά της απεριόριστης ζήτησης.
Ολοκληρώνοντας μια σύντομη προσπάθεια ορισμού, ο πλάνητας ανατρέπει την έννοια της μοναξιάς, της ταχύτητας, της κερδοσκοπίας και της κατανάλωσης. Αποτελεί έναν παρατηρητή και περιηγητή της πόλης για τον οποίο η περιπλάνηση δεν είναι μόνο μέσο ανάλυσης, αλλά και τρόπος ζωής. Το γεγονός ότι ο περιπλανώμενος δεν έχει σχέσεις συναλλαγής με αυτούς που αλληλεπιδρά πιθανότητα τον καθιστά αντικειμενικότερο παρατηρητή του χώρου. Ο πλάνης συνιστά τον ελεύθερο άνθρωπο μιας και αντικρίζει τις καταστάσεις με λιγότερες προκαταλήψεις και μπορεί να τις κρίνει βάσει γενικότερων και αντικειμενικότερων ιδανικών.
.
«Πρέπει κανείς, να βγει έξω να περπατήσει και να ξεστρατίσει προκειμένου να πάρει το βλέμμα του από το επιφανειακά οικείο και να ανακαλύψει το εξολοκλήρου νέο. Οι απαντήσεις, η παραγωγή νέων ιδεών, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων βρίσκονται εκτός σπιτιού.» [16]
.
.
Το κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή τμήματος της πτυχιακής εργασίας του Ηλία Λόη στο Τμήμα Φωτογραφίας & Οπτικοακουστικών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
.
[1] Hoskins, W.G. (1995): The Making of the English Landscape. Εκδόσεις Yale University Press, 14
[2] Simmel, G. Ritter, J. Gombrich, E. (2004): Το Τοπίο. Εκδόσεις Ποταμός, 14-15
[3] Simmel, G. (2004): Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 181
[4] Σταθάτος, Γ. (1996): Η επινόηση του Τοπίου. Εκδόσεις Camera Obscura
[5] J. R. R. Tolkien , “All that is gold does not glitter” Έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και από τον φωτογράφο Alec Soth
[6] http://www.artmag.gr/art-history/art-history/item/5154-situationists (τελευταία ανάκτηση 2 Φεβρουαρίου 2020)
[7] Chardronnet, E. (2003): «Οι καταστασιακοί και η Ψυχογεωγραφία στην πολεοδομική αντίληψη» https://parallhlografos.wordpress.com/2011/05/19/οι-καταστασιακοί-και-η- ψυχογεωγραφία/ (τελευταία ανάκτηση 27/4/18)
[8] Ιωαννίδης, Δ.Γ, 1985: 10
[9] Μιχαήλ, Σ. (2004): Μορφές της περιπλάνησης. Εκδόσεις Άγρα
[10] Internationale Situationniste. (1985): To ξεπέρασμα της Τέχνης-Ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς. Εκδόσεις Ύψιλον, 84
[11] Όπ.π. 87-88
[12] Kaufman, V. (2001) The poetics of the derive, στο “The Everyday- Documents of contemporary art” (2008). Whitechapel Gallery & MIT Press, 107
[13] Όπ.π.: 107
[14] Internationale Situationniste. (1985): To ξεπέρασμα της Τέχνης-Ανθολογία κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς. Εκδόσεις Ύψιλον, 90
[15] Sontag, S. (1993): Περί Φωτογραφίας. Εκδόσεις ΦΩΤΟγράφος, 62-63
[16] Stigloe, J. (1998): Outside lies magic – Regaining history and awereness in everyday places. Εκδόσεις Walker and Company
.
κεντρική εικόνα: Der Wanderer 2 (2004) Elina Brotherus
.