Μαύρο. Βουτιά μέσα στο πηχτό μαύρο. Και μετά η ρωγμή. Και η αγωνιώδης κατάδυση. Στο εργοτάξιο του Λόγου. Μοναχικά, αλλά και με τόλμη ψηλαφώντας μια διαφορετική χρήση των οικοδομικών υλικών. Πιο άλογη. Πέρα από κάγκελα, αλυσίδες, λουριά, πέρα από αδιαφανή, διαφανή ή ακόμα και χωρίς περίφραξη κλουβιά.
Ο Γιώργος Καραηλίας, με βαθειά πίστη στις δυνατότητες του φωτογραφικού μέσου και με την ελπίδα, όχι να βρει ερμηνεία για τα πράγματα, αλλά να βρει ένα νέο δρόμο πότε εντός και πότε εκτός αυτών, αναπτύσσει το «EstrangeR», που κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Kehrer Verlag. Γράφτηκε επανειλημμένως στον τύπο τον τελευταίο χρόνο ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί το αποτύπωμα της μεταναστευτικής εμπειρίας του Καραηλία από την Ελλάδα στην Ισπανία. Είναι κάτι πολύ πιο πέρα. Γιατί ο Καραηλίας δεν μας δίνει εικόνες από το παρελθόν ή την εξέλιξη μιας ατομικής πορείας. Δεν είναι ούτε documentary ούτε diary. Είναι μια διαδικασία στο παρόν που εμπλέκει εξίσου και από κοινού τον φωτογράφο και τον θεατή.
Άνθρωποι που παλεύουν με τα συρματοπλέγματα, τις γυάλινες βιτρίνες, τα χαρτόνια και τα κάθε λογής υλικά που ορίζουν τον υλικό -και όχι μόνο- κόσμο μέσα στον οποίο κινούνται. Που φαίνονται να θέλουν να συνεχίζουν να υπάρχουν, να νιώσουν ότι είναι κάθε φορά εδώ, που τα χέρια τους και οι πλάτες τους, το σώμα τους ολόκληρο ή διαμελισμένο, γίνονται αντικείμενα μιας εικόνας για την οποία δεν ξέρουν αν θα παρουσιάσει αυτό που νιώθουν ή κάτι άλλο. Δυσφορούν, βουλιάζουν, παλεύουν μεταξύ τους, λαβώνονται, βοηθούν, βοηθιούνται, απελπίζονται, παίρνουν ανάσα και συνεχίζουν. Με την αγωνία να ενώσουν τα κομμάτια της πραγματικότητας, αρνούμενοι ή αποδεχόμενοι τους όρους της. Να φωτογραφίζουν τους εαυτούς τους, μήπως πειστούν ότι είναι ζωντανοί.
Άνθρωποι που μέσα στην πάλη τους εξαϋλώνονται και γίνονται σκιές του εαυτού τους, άνθρωποι που οι πράξεις τους -οι πιο σκοτεινές ή οι πιο θαρραλέες, ή, απλά, οι πιο αναγκαίες πράξεις τους- χάνονται και διαφεύγουν της προσοχής μας ακριβώς στο κρίσιμο σημείο της πραγματοποίησής τους, όπως «καταπίνεται» η γεωμετρική «καρδιά» μιας εικόνας από τη συρραφή των σελίδων του βιβλίου και πληρώνει το κόστος, επειδή «τόλμησε» να βγει από το κάδρο και να εμφανιστεί ενιαία σε όλη την έκταση που μπορεί να καταλάβει και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Εντός ενός πλαισίου, βέβαια, πάντα… Μα σα να θέλει, κιόλας, να το υπερβεί.
Άνθρωποι σε «διάλογο» με ζώα τα οποία κόβονται στα δυο ή κοιτούν με βλέμμα από αλλού φερμένο, ζώα που μελαγχολούν πιο βαθειά από τους ανθρώπους πότε υπό τη σκιά περιορισμών και πότε υπό το βάρος της «αφθονίας». Πολιτείες χάρτινες που παίρνουν φωτιά… και ένας καθρέφτης που αναπαράγει την κρίση της πραγματικότητας. Δεν την αντικατοπτρίζει απλώς. Εντείνει το αδιέξοδο.
Είναι το ίδιο το χρώμα των εικόνων του «EstrangeR» που υπονοεί πως οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτές είναι «άχρωμο», είναι τα ίδια τα γεμάτα κάδρα του που «ψιθυρίζουν» πως όλα είναι άδεια. Η διαστρέβλωση, το αναποδογύρισμα, η αντεστραμμένη ζωή έρχονται υπό την αιγίδα της τρομοκρατικής λάμψης του θεάματος. Το νάιλον παραπέτασμα, που κάνει, σχεδόν, αδύνατη τη διάκριση της πραγματικότητας από την αναπαράστασή της, μεγιστοποιεί τη σύγχυση. Κάθε απόπειρα χαρτογράφησής της γεννά και ένα επιπλέον ερώτημα. Κάθε φωτογραφία μια παραπάνω απορία. Καμία αρμονία, καμία ισορροπία, καμία υπόσχεση πως, ίσως, κάπου αλλού να είναι καλύτερα. Όλοι και όλα μοιάζουν εκτοπισμένα. Όχι με την τρέχουσα έννοια κάποιου που αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο του και αναζητά «μια καλύτερη ζωή» αλλού, αλλά με την έννοια του ότι παντού πια απλώνεται ένα τόσο αφιλόξενο περιβάλλον που δημιουργεί πολλούς, πάρα πολλούς, παράταιρους (strange) και ξένους (stranger). Έτσι, ένας ντόπιος ενδέχεται να είναι στον τόπο του εξίσου ξένος με τον «ξένο». Η Ευρώπη μετατρέπεται σε έναν τόπο εκτοπισμένων. Στο Νότο και στο Βορρά. Ο εκτοπισμός γίνεται καθεστώς. Ο ίδιος ο εκτοπισμός καθίσταται ο νέος τόπος. Που, ανάμεσα σε άλλα, ψάχνει και τη γλώσσα του. Ψάχνει τον Λόγο του. Ψάχνει την εντοπιότητα του Λόγου του. Ακόμα και με ένα «E» στις λέξεις…EstrangeR… Ισπανικό; Ελληνικό; Ευρωπαϊκό; Μάλλον, απλώς, το «E» ενός ξένου. Που, ακόμα, μπορεί να πιστεύει στον Λόγο… ή να αποπειράται να τον υπονομεύσει…
Το «EstrangeR», αρκετά χρόνια μετά το «Exiles», επαναφέρει -με σύγχρονη ματιά- και αναπτύσσει περαιτέρω -τηρουμένων των αναλογιών- τον προβληματισμό επάνω στο ίδιο ζήτημα στο οποίο τόσο πρωτοπόρα στοχάστηκε ο Koudelka. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι διερευνά αυτήν ακριβώς την κατάσταση εξορίας που αντιστοιχεί στην εποχή της κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, στην οποία δε φαίνεται να υπάρχει διέξοδος από πουθενά. Ούτε στο ταξίδι και στη συνεχή φυγή ούτε καν στη φωτογραφική μετουσίωσή τους, καθώς ο ζόφος έχει εποικίσει κάθε επικράτεια, πραγματική ή προσομοιωμένη.
Η διερεύνηση αυτή, όμως, ακόμα και αν είναι μάταιη, πατάει γερά. Το σκληρό φιλοσοφικό υπόβαθρο του EstrangeR δεν είναι ένα απλό background. Είναι κάτι που διατρέχει όλη την έκταση του έργου και διαπνέει πολλές ενδεχόμενες λειτουργίες του. Είναι δομικό στοιχείο, είναι συνεκτικός ιστός και λοκομοτίβα ταυτόχρονα. Βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που συμβαίνει συνήθως στη σύγχρονη φωτογραφική παραγωγή, όπου κακοχωνεμένες έννοιες ανακατεύονται επιφανειακά και προβάλλονται επιδεικτικά σε μακροσκελή λεκτικά «σεντόνια». Τα γνωσιοθεωρητικά ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε ο Kant, η αναβάθμιση και η μετατόπιση του κέντρου βάρους τους που μας χάρισε ο Nietzsche και οι προσεγγίσεις του Baudrillard για το βασίλειο της προσομοίωσης, που είναι «πιο πραγματικό από το πραγματικό», στο βιβλίο του Καραηλία μπορεί κάποιος να τα βρει να αναπτύσσονται με αμιγώς φωτογραφική γλώσσα.
Έτσι, το EstrangeR, μεταξύ άλλων, ξαναθέτει ευθέως, με σημερινούς όρους, με οξύ και συγκροτημένο τρόπο, ένα ζήτημα που ταλανίζει τη φωτογραφία αρκετές δεκαετίες: το αν ένα φωτογραφικό έργο χρειάζεται τη συνοδεία κειμένου για να σταθεί ή αν δύναται να αγκυρώνει νόημα από μόνο του. Η δύναμη της κάθε μεμονωμένης εικόνας του συγκεκριμένου έργου και η εξαιρετικά αυστηρή δομή του, στην οποία το όλον προελαύνει με σχεδόν πολεμικά κλιμακούμενο ρυθμό μέσα από το ξεδίπλωμα της αλληλουχίας των επιμέρους, κλείνουν το μάτι σχετικά με τις δυνατότητες.
Τελικά, τα ερωτήματα που θέτει ο Καραηλίας μάς εμπλέκουν άμεσα στην ίδια τη διατύπωσή τους. Ερωτήματα πολιτικά που διατυπώνονται με φωτογραφικό τρόπο, ερωτήματα φωτογραφικά που διατυπώνονται με πολιτικό τρόπο. Ερωτήματα «υπερμοντέρνα» μέσα στην έρημο του μεταμοντερνισμού.
.