
Το παρόν κείμενο αποτελεί εργασία που πραγματοποιήθηκε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Ψηφιακές Μορφές Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος Αισθητική των Μέσων-ΙΙ, με καθηγητή τον Διονύση Καββαθά, το ακαδημαϊκό έτος 2015-16. Δημοσιεύουμε το πρώτο από τα δύο μέρη.
.
Σε έργα του σχετικά με την φιλοσοφία της ιστορίας, ο Walter Benjamin μας αναφέρει ότι συχνά το παρελθόν φέρει μαζί του ένα μυστηριώδες περιεχόμενο που μας ωθεί στη λύτρωση. Ότι ακόμη, ασυνείδητα βρισκόμαστε σε επαφή με μια ανάσα αέρα που έχουμε εισπνεύσει από πριν. Τα όνειρα, οι ιδέες, η ηχώ των φωνών έχουν ήδη τεθεί σε σίγαση. Αν αυτό ισχύει, προειδοποιεί ο Γερμανός φιλόσοφος και θεολόγος, “υπάρχει ένα μυστικό ραντεβού μεταξύ των γενεών”. Έτσι, θα προσπαθήσω να φέρω σε διάλογο τον Vilem Flusser και τον Walter Benjamin, αυτούς τους δυο θεωρητικούς, οι οποίοι από τη μεριά τους, προσεγγίσαν την αισθητική της φωτογραφίας ο καθένας βασιζόμενος στη δική του αντίληψη.
Θεωρώντας κοινό σημείο αναφοράς τους το αμοιβαίο ενδιαφέρον τους για τη μετάφραση, τη γλωσσολογία, τη γοητεία που είχε ασκήσει σε αυτούς το έργο του Franz Kafka, αναφορικά με την εξέταση των τεχνικών εικόνων, καθώς και την κριτική που αμφότεροι άσκησαν στη φιλοσοφία των μέσων ενημέρωσης, αντιλαμβανόμαστε το πλήθος των σημείων επαφής των δύο στοχαστών.
Με την ιδιότητα του μεταφραστή, του κριτικού, του δοκιμιογράφου και του διανοούμενου, οι Benjamin και Flusser είναι δύσκολο να καταταχθούν σε αυστηρά ορισμένους κλάδους. Λειτουργούν ουσιαστικά και θεωρητικά με νομαδικούς όρους. Και οι δύο ενεργούν στα σύνορα, στον ενδιάμεσο χώρο και βρίσκονται πάντα εν κινήσει, δημιουργώντας γέφυρες μεταξύ των διαφόρων γλωσσών και πολιτισμών, ανάμεσα στους επιστημονικούς κλάδους και στα διαφορετικά πεδία της γνώσης.
Ωστόσο, αυτό που τους φέρνει σε επαφή είναι η λειτουργία της γραφής και της σκέψης ως λειτουργίες επικίνδυνες, ασυνεχείς και αινιγματικές. Και οι δύο καθοδηγούνται από έναν τρόπο σκέψης που αναδιαρθρώνει τις αναφορές, που ανατρέπει τα καθιερωμένα πρότυπα των ακαδημαϊκών κειμένων, επενδύοντας στην ευαίσθητη διάσταση της γνώσης, με επίκεντρο τη δύναμη της εφευρετικότητας και της ανακάλυψης τόσο της ποίησης όσο και της μυθοπλασίας. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικό στιλ, τολμηρό, μοναδικό. Πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης που στη διάρκεια των ετών έχει αποκτήσει πολλούς επικριτές, οι οποίοι θεωρούν ότι λειτουργεί αποσπαστικά ως προς την προσοχή, καθώς και ότι στερείται ορισμένης μεθόδου.
Η σύνταξη και η φιλοσοφική γλώσσα δεν είναι απλά ένα μέσο επικοινωνίας, αλλά ουσιαστικά εκφράζει τον δημιουργό της. Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές και σχήματα, ανάλογα με τα αντικείμενα και τις εμπειρίες που επιδιώκει να αποκαλύψει.
Έτσι, ο Benjamin και ο Flusser υποστήριξαν μια αναδιοργανωτική σκέψη, τμηματική, όπου ο αναγνώστης παρασύρεται και περιπλανιέται, καθώς αποτρέπεται από τη γραμμική ανάγνωση. Αυτή η ενεργητική διαδικασία τού αναγνώστη προκαλεί μια απρόβλεπτη πορεία της σκέψης σε εικόνες και συναισθήματα. Το βασικό μέλημα των δυο φιλοσόφων είναι ο αναγνώστης να συγκρατήσει τον πλούτο και τη μοναδικότητα των αντικειμένων. Αυτό συμβαίνει όταν δώσει την απαραίτητη προσοχή στα πράγματα ο ίδιος, αποκτώντας μια μοναδική σχέση με τα αντικείμενα, κάτι που ο Goethe ονόμαζε «εμπειρισμό». Αυτή είναι η διαμόρφωση της σκέψης που χαρακτηρίζεται από προσοχή στη λεπτομέρεια, ή πιο συγκεκριμένα, λεπτομερής παρατήρηση των χαρακτηριστικών του αντικειμένου.
Είναι μια αισθητική σκέψη, μια γραφή που αφήνεται να επιμολυνθεί κάθε φορά από τα αντικείμενά της και επιδιώκει να παραμείνει στην επιφάνεια, κοντά στα φαινόμενα. Οι συγκεκριμένοι φιλόσοφοι δεν πιστεύουν ότι η “πραγματικότητα” βρίσκεται πίσω από τα πράγματα -κάτω από ένα είδος πέπλου στο οποίο πρέπει να εισχωρήσουμε- αλλά εντός των αντικειμένων. Αντιμέτωποι με μια επιστημονική και φιλοσοφική γνώση που βασίζεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην αφαίρεση, ο Benjamin και ο Flusser επιδιώκουν να διατηρήσουν μια πιο άμεση επαφή με τα φαινόμενα, μια μιμητική συμπεριφορά που κατέχει όλο τον πλούτο και την αμεσότητα της αισθητηριακής εμπειρίας.
Σύμφωνα με τον Adorno, αυτός ο τρόπος δοκιμιακής γραφής είναι αδιαχώριστος από την εμπειρία των αισθήσεων και την υποκειμενική εμπειρία του συγγραφέα. Αυτό συμβαίνει όταν συγκρατούμε την σημαντικότητα των αισθήσεων. Η διαδικασία αυτή μοιάζει να είναι έμφυτη και οι ιδιαιτερότητες των φαινομένων να συντονίζονται με τις αισθητηριακές εμπειρίες.
Εξετάζοντας την αισθητηριακή σκέψη, αυτή μοιάζει ελλιπής, ατελής και μεταδιδόμενη με πολύπλοκο τρόπο, κάτι που την καθιστά λειτουργικά μη συστηματική. Μία διαδικασία παράσυρσης και περιπλάνησης, όπου το ενδιαφέρον βρίσκεται περισσότερο στο να αποκλίνει ο αναγνώστης, παρά στο να επιδιώξει το λεγόμενο “αληθές” ή το κοινώς αποδεκτό.
Έτσι, ο Benjamin μας λέει στον πρόλογό του από το “The Origin of German Tragic Drama” ότι “η μέθοδος είναι η απόκλιση, υπάρχει μια έμμεση διαδρομή” και ο Flusser λέει στο “Η γραφή” ότι “η πιο ενδιαφέρουσα διαδικασία γνώσης δεν είναι το αποτέλεσμα, όπου η υπόθεση επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται. Ενδιαφέρον έχει αυτό που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της αναλαμβανόμενης εμπειρίας”, είναι οι απροσδόκητες πτυχές, τα ανυποψίαστα διάφορα ευρήματα που εμφανίζονται κατά μήκος της διαδρομής.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που, αν και παράδοξο, φαίνεται αναπόφευκτο και θεμελιώδες. Αυτός ο τρόπος σκέψης, κατακερματισμένος και αναδιοργανωμένος, με επίκεντρο τα ίδια τα πράγματα, στην επιφάνεια και στην υλικότητά τους, ποσό μακριά είναι ή σε ποιο βαθμό προσεγγίζει τον τρόπο λειτουργίας μιας φωτογραφικής μηχανής; Ή, με άλλα λόγια, σε ποιο βαθμό η φιλοσοφία του Benjamin και του Flusser δε μιμήθηκε τον τρόπο λειτουργίας της φωτογραφικής ενέργειας, στη δυναμική και την ποιότητα της σκέψης;
Ένα από τα διδάγματα που μας προσέφερε η τεχνική της φιλοσοφίας είναι ότι υπάρχει μια αλληλεξάρτηση μεταξύ της σκέψης και των μέσων ενημέρωσης. Τα τελευταία δεν υπόκεινται στον εννοιολογικό κόσμο, αλλά, αντιθέτως, επιβάλλουν όρους για την αντίληψη, την ακοή και την γνώση. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που γνωρίζουμε σήμερα, για να προκαλέσουν βαθιές αλλαγές στις αντιλήψεις μας, πρέπει να μετατρέψουν την αντίληψή μας για το χρόνο και το χώρο, ώστε να αλλάξει ριζικά ο τρόπος σκέψης και ζωής.
Αντιλαμβανόμαστε στα έργα του Benjamin και του Flusser ότι η φωτογραφία κυριάρχησε στην εξέλιξη της σκέψης τους. Ο Flusser διατύπωσε ότι μπορούμε να σκεφτούμε σήμερα με τις εικόνες με τον ίδιο τρόπο που στο παρελθόν σκεφτόμασταν με τις λέξεις. Πίστευε ότι η χειρονομία του φωτογράφου είναι πράξη φιλοσοφική και ότι δεν είναι δυνατόν στην εποχή της εικόνας η φιλοσοφία να δημιουργείται μονάχα σε ένα περιβάλλον λέξεων.
Πράγματι, με τη χρήση της φωτογραφίας ξεκινάει μια διαφορετική λειτουργία του λόγου, όπου ερχόμαστε σε επαφή με μια νέου τύπου γραφή που δεν βασίζεται πλέον στο λόγο, αλλά συντάσσεται μέσω των εικόνων. Στα μάτια του Flusser, η εμφάνιση της φωτογραφικής μηχανής έχει έναν επαναστατικό χαρακτήρα, κάτι που έγινε και με την εφεύρεση της γραφής. Διότι με την εικόνα μάς παρέχεται η μοναδική ικανότητα να επανενώσουμε τη σκέψη, απελευθερώνοντάς την από την εννοιολογική αυτοκρατορία, μια εξαιρετικά δαιμονολατρική και εγωκεντρική κουλτούρα, ενώ ταυτόχρονα διδασκόμαστε να σκεφτόμαστε με τις εικόνες. Μια σκέψη που έχει τα δικά της αισθητικά χαρακτηριστικά. Μια οντολογική σκέψη που δεν μπορεί να ανακτηθεί από τη λεκτική γλώσσα. Έτσι ίσως, ο Flusser και ο Benjamin δεν εξέτασαν μόνο θεωρητικά τη φωτογραφία –την αισθητική, πολιτική και επιστημονική της σημασία– αλλά θέλησαν να θέσουν τη μελλοντική της μεταμόρφωση, παραθέτοντας γραφή και σκέψη με τρόπους κατακερματισμένους και αναδιοργανωτικούς και χρησιμοποιώντας τις εικόνες.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η φωτογραφία παίζει σημαντικό ρόλο στη φιλοσοφική αρχιτεκτονική του Benjamin και του Flusser. Από τις διάφορες συσκευές και μεθόδους απεικόνισης, όπως το πανόραμα, το στερεοσκόπιο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το βίντεο, για τις οποίες έγραψαν, η φωτογραφία καταλαμβάνει σίγουρα εξέχουσα θέση.
Ίσως, επειδή η φωτογραφία λειτουργεί με ένα πλήκτρο συντόμευσης, ως μια εξαναγκασμένη διακοπή, όχι μόνο εικόνων (οντολογία της όρασης), αλλά και χρήσης εκ μέρους μας, αποτελεί ένα κομμάτι του μη-κόσμου. Από την εφεύρεση της φωτογραφίας και μετά, ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος αποτελείται από όλο και περισσότερες μηχανές και συσκευές συμβολικής τάξης. Οι συσκευές αυτές πολλαπλασιάζονται και έχουν εγκατασταθεί γύρω μας, σχηματίζοντας ένα είδος τεχνικού πολιτισμού, ένα τεράστιο πλήθος συστημάτων μηχανικής που εστιάζει σε όλες τις μορφές της παραγωγής εικόνων, συναισθημάτων και καταστάσεων, σε βαθμό τέτοιο που σήμερα είναι πρακτικά αδύνατο να σκεφτούμε το φαινόμενο της επικοινωνίας και της αισθητικής εμπειρίας, χωρίς τη διαμεσολάβηση των τεχνολογικών συσκευών.
Η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά ακόμα και η καθημερινότητά μας, επηρεάζεται όλο και πιο έντονα, από τα τεχνολογικά επιτεύγματα και τα μετά-βιομηχανικά μέσα. Σε αυτό το σημείο, αναρωτιέται κανείς ποιος θα ήταν ο ρόλος της φωτογραφίας σε αυτήν τη διαδικασία. Τώρα η φωτογραφική συσκευή -όπως συνειδητοποίησε ο Benjamin και αργότερα στη θεωρία του ο Flusser- είναι, χωρίς αμφιβολία, το μοντέλο, το πρωτότυπο, η μητέρα όλων των συσκευών απεικόνισης, η οποία όπως αναφέρθηκε, έχει εξέχουσα θέση στην φιλοσοφική αισθητική των δύο στοχαστών. Γι’ αυτούς, η κάμερα δεν ήταν μόνο ένα μέσο ικανό να παράγει νέες μορφές εικόνων (μηχανικό, επαναλήψιμο, πολλαπλασιαστικό), αλλά ένα μοντέλο -το πιο εντυπωσιακό, το πιο πρωτότυπο- για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου, του κόσμου που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των συσκευών που τείνουν, ολοένα και περισσότερο, να ζουν και να οργανώνουν τη λειτουργία τους.
Πρώτα από όλα, όμως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η φωτογραφία εμφανίζεται στα μάτια τους με ένα μαγικό τρόπο, ως μια συναρπαστική δημιουργία που έρχεται τυλιγμένη με μια αύρα μαγείας και μυστηρίου. Σύμφωνα με τα λόγια του Benjamin, η εικόνα εμφανίζεται στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα ως μια «υπέροχη και μυστηριώδης εμπειρία», ως ένα νέου τύπου φαινόμενο.
Η δυνατότητα της φωτογραφικής συσκευής να δημιουργεί την εικόνα του ορατού κόσμου “όπου φαίνεται τόσο ζωντανός και τόσο αληθινός όσο και η ίδια η φύση”, με ένα απλό «shoot» κατά τη φωτογραφική ορολογία, φάνηκε να τους προσφέρει μια εκπληκτική εμπειρία. Εμπειρία στην οποία στον όρο “μαύρο κουτί” o Flusser βλέπει μια εξαιρετική αλληγορία, υπό την έννοια ότι αναφέρεται ακριβώς σε αυτό που την κάνει ακατανόητη και αδιαπέραστη διαδικασία. Να θυμάστε ότι η Susan Sontag, στις πρώτες δοκιμές της παρουσίασε τη φωτογραφική συσκευή ως “το πιο μυστηριώδες από όλα τα αντικείμενα που συνθέτουν (…) το περιβάλλον που αναγνωρίζουμε ως μοντέρνο”.
Η φωτογραφία που γνωρίζουμε είναι ουσιαστικά ένα νέο είδος της εικόνας, μιας εικόνας που γεννήθηκε από μια φυσική και υπαρξιακή σχέση με το «πραγματικό». Αυτό είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της τέχνης. Διότι, πέρα από την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, πέρα από κάθε εμπειρία ή ακόμα και από το ύφος του φωτογράφου, υπάρχει κάτι αληθινό στην επιφάνειά της και αναγκάζει τα ματιά μας να το παρακολουθήσουν. O Benjamin αναφέρει ότι “αισθανόμαστε την ανάγκη να εξετάσουμε αυτήν την εικόνα, τη μικρή σπίθα της τύχης, του εδώ και τώρα, με την οποία η πραγματικότητα σφραγίζει την εικόνα (…). Κάτι που δεν μπορεί να σιωπήσει, επιζητώντας επίμονα το όνομα αυτού που ζούσε εκεί, κάνει την φωτογραφία πραγματική και δεν απεμπολείται από την τεχνική της”.
Ίσως, γι΄ αυτό οι φωτογραφίες τόσο συχνά συγκρίνονται με τα φάσματα ή τα φαντάσματα. Και οι δύο αλληγορίες αναφέρονται στα κατώτατα όντα που ζουν στα διάκενα, στα σύνορα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο -μια μοναδική ύπαρξη, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Πράγματι, οι φωτογραφίες είναι κάτι λιγότερο από δηλώσεις για ολόκληρο τον κόσμο, είναι μόνο κομμάτια του κόσμου -μια μικρογραφία της πραγματικότητας- σύμφωνα με τα λόγια της Sontag. Είναι σαν ίχνη, φαντάσματα ή όπως είπε κάποτε και ο Giorgio Agamben, είναι “ασταθή σημαίνοντα”, παίρνοντας μια πιο ξεκάθαρη στάση. Ωστόσο, εκτός από αυτή τη μοναδική ποιότητα της φωτογραφικής εικόνας, η ίδια η εικόνα δεν μπορεί να περιοριστεί σε σημαίνον ενός χαρακτήρα, διότι είναι ένα νέο μέσο, μια συσκευή που φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά από μετασχηματισμούς της αντίληψης, εισάγοντας νέες μορφές συναισθημάτων και αντίληψης του κόσμου, μια βαθιά αναμόρφωση της σχέσης μας με το ορατό (σε διαρκή συσχετισμό και με το αόρατο).
Μάλιστα, η εικόνα επεκτείνεται συνεχώς για να γεννήσει το ορατό, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να δούμε και να γνωρίσουμε κόσμους άγνωστους έως σήμερα, αδιανόητους. Όπως παρατήρησε ο Benjamin, πέρα από τις ατελείωτες συζητήσεις γύρω από την καλλιτεχνική της ιδιότητα και τα στοιχεία που μας αποδεικνύουν την ποιότητά της, η φωτογραφία θα πρέπει να γίνει κατανοητή για την οντολογική της αξία, δηλαδή ως μέσο που θα αποκαλύπτει, θα “δημιουργεί” μια νέα πραγματικότητα, κάτι που δεν έχουμε δει ποτέ πριν, απλώς και μόνο επειδή είναι αόρατo με το γυμνό μάτι.
Σύμφωνα με τον Benjamin, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η φύση που επικοινωνεί με την κάμερα δεν είναι το ίδιο όταν επικοινωνεί με το μάτι μας, ιδίως όταν ένας χώρος που λειτουργεί ασυνείδητα έχει υποκατασταθεί από έναν χώρο που έχει δουλευτεί συνειδητά από τον άνθρωπο. Αντιλαμβανόμαστε, σε γενικές γραμμές, την κίνηση ενός ανθρώπου που περπατάει, αλλά με τίποτα δεν βλέπουμε τη στάση του σε κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου στο οποίο κάνει ένα βήμα. Η φωτογραφία μάς δείχνει αυτή τη στάση, μέσα από τη δυνατότητα λειτουργίας της: αργή κίνηση, μεγέθυνση. Μέσα από τις πολλές δυνατότητές της, τις βυθίσεις και τις εμβαθύνσεις, τις παύσεις, τις στάσεις, την επιτάχυνση και τη διακριτική επίδραση του χρόνου -τα χαρακτηριστικά της κάμερας σε ένα οπτικό πεδίο της εμπειρίας που είναι πέρα από τα όρια μιας ευαίσθητης αντίληψης “κανονική”. Το σύμπαν είναι πολύ μικρό ή πολύ γρήγορο, διεπόμενο από ασαφείς κινήσεις, απίθανο, μια ολόκληρη μικροσκοπική ζωή που σφύζει στα μικρά πράγματα, τα μικρά πράγματα και μικρογεγονότα και στην κάμερα μπορεί να γίνει μεγάλο και τρομερό, ανοίγοντάς μας τα μάτια για να αναζητήσουμε κάτι που κατοικούσε σε ένα εύρος φάσματος φωτός πολύ πίσω (ή πέραν) εκείνων που συλλαμβάνονται από το ανθρώπινο μάτι. Έτσι, το απειροελάχιστο μέσα σε κάτι απείρως μεγάλο αποτελεί ένα νέο σύμπαν, αποτελεί τη “δημιουργία”, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας, χάρη στην παρέμβαση της κάμερας. Όπως είπε ο Paul Klee, «δεν αντιπροσωπεύει απλώς το ορατό, αλλά κάνει κάτι ορατό».
Δείτε το Β’ μέρος εδώ
.