Η έκθεση φωτογραφίας Summer Inn Paradise με έργα της Αγγελικής Σβορώνου και του Μαρίνου Τσαγκαράκη θα πραγματοποιηθεί στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγίου Νικολάου Λασιθίου Κρήτης σε επιμέλεια Αγγελικής Σβορώνου και διοργάνωση του Πολιτιστικού & Αθλητικού Οργανισμού Δήμου Αγίου Νικολάου.

.


.

Η Αγγελική Σβορώνου και ο Μαρίνος Τσαγκαράκης είναι δύο φωτογράφοι με σπουδές και μεταπτυχιακά στους κλάδους των εικαστικών τεχνών και της φωτογραφίας αλλά και με πολλές εκθέσεις και διακρίσεις στο βιογραφικό τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τα έργα που δείχνουν ανήκουν στις φωτογραφικές τους σειρές Summer in Greece (Σβορώνου) και Paradise Inn (Τσαγκαράκης), από το συνδυασμό των οποίων προήλθε και ο τίτλος της έκθεσης Summer Inn Paradise.

Αγγελική Σβορώνου

 

Οι φωτογραφίες αυτές είναι καρπός εργασίας πολλών μηνών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δύο φωτογράφοι, ο καθένας χωριστά και αγνοώντας τη δουλειά του άλλου, «όργωσαν» κυριολεκτικά τα τουριστικά παράλια της Βορειοανατολικής Κρήτης, αναζητώντας εικόνες καθημερινές αλλά αναπάντεχες, όμορφες αλλά και σκληρές, εικόνες ευδαιμονίας, ευτυχισμένης λήθης και συγχρόνως εγκατάλειψης και φθοράς. Ο Τσαγκαράκης φωτογραφίζει κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα ίδια μέρη στα οποία η Σβορώνου επιστρέφει το καλοκαίρι για να αποτυπώσει την άλλη τους πλευρά.

Η συγγραφέας Μαρία Γιαγιάννου στο κείμενό της για τον κατάλογο της έκθεσης σημειώνει: «Η έκθεση Summer Inn Paradise αναγνωρίζει τα ορόσημα – ή, πιο σωστά, τα οδόσημα – του Τουρισμού, όπως αυτά κολυμπούν μέσα στο couleur locale των ελληνικών θερέτρων και κυρίως των υπολειμμάτων ενός καλοκαιριού που ξεκίνησε στα 60s, μπολιάστηκε από τα 80s  και πεισματικά συνεχίζεται. Ο φωτογραφικός φακός, ένας συλλέκτης σιωπηρά είρων, ξετρυπώνει εικόνες που, πριν την έλευση της μηχανής, το βλέμμα μας τις απορροφούσε ασχολίαστες. Οι δύο διακριτές ματιές της Σβορώνου και του Τσαγκαράκη πάνω και μέσα στον περιθωριακό Παράδεισο (ας πούμε, στην Παρ-άβυσσο) ενός λαϊκού καλοκαιριού που ξεφτίζει, είναι αποκαλυπτικές.»

Αγγελική Σβορώνου

Γράφει η Αγγελική Σβορώνου στο κείμενο της επιμέλειας, “Η Φαντασμαγορία και τα Απόνερα ενός Σύγχρονου Παραδείσου”:

“Αφετηρία και αφορμή τούτης της έκθεσης είναι η προσωπική μου εμπειρία από τα τουριστικά θέρετρα της βορειοανατολικής Kρήτης. Έφτασα για πρώτη φορά στον Άγιο Νικόλαο, τη μικρή γραφική πρωτεύουσα του νομού Λασιθίου, το φθινόπωρο του 2006 και έμεινα εδώ εκείνο το χειμώνα. Περνώντας συχνά με το ΚΤΕΛ ή με το αυτοκίνητο από την εθνική οδό που τότε διερχόταν από τα Μάλια, έβλεπα εικόνες που δεν είχα ξαναδεί: μέσα στο φυσικό πλούτο και την ακατέργαστη, τραχιά θα μπορούσε να πει κανείς ομορφιά του τοπίου, παρεμβάλλονταν ξενοδοχεία μικρά και μεγάλα, ενοικιαζόμενα δωμάτια για κάθε βαλάντιο, πλαζ με παρα­­ταγμένες σαν στρατιωτάκια ομπρέλες και  ξαπλώστρες, ταβέρνες με υπερμεγέθεις ταμπέλες, βρετανικές παμπ με τερατώδη δορυφορικά πιάτα, καταστήματα με σουβενίρ, καντίνες, πισίνες με γκαζόν, water sports και κάθε είδους χώροι αναψυχής σηματοδοτούσαν τη «χώρα που λέγεται Τουρισμός», όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Μαρία Γιαγιάννου στο κείμενό της για την έκθεση. Κάτω από τον όγκο των γυμνών βουνών, μπροστά στο απέραντο γαλάζιο του Κρητικού Πελάγους, οι κατασκευές αυτές φάνταζαν πρόχειρες, προσωρινές, σαν σπιρτόκουτα που ένας δυνατός άνεμος θα μπορούσε να διαλύσει. Κι όμως, φαινόταν να υπάρχει μια σύμπνοια ανάμεσα στα φαινομενικά αυτά αντίθετα, σαν το προαιώνιο φυσικό τοπίο να άπλωνε τα χέρια του και να αγκάλιαζε τις εφήμερες ανθρώπινες κατασκευές δίνοντάς τους μια υπόνοια στιβαρής υπόστασης, μια υπόσχεση αιωνιότητας. Σαν να μην ήταν ξένα σώματα τα κτίσματα αυτά στο τοπίο, σαν να ήταν πάντα εκεί. Η Κρήτη και τα τοπία της έχουν πιστεύω αυτή τη δύναμη: να ρουφούν τον επισκέπτη, τον εισβολέα και να τον ενσωματώνουν, να τον κάνουν δικό τους χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντισταθεί.

Η προσέγγισή μου απέναντι στην οπτική extravaganza της τουριστικής περιόδου –μια πανδαισία χρωμάτων όπου συνδυάζεται ευφάνταστα το κιτς με το φολκλόρ- είναι συγχρόνως από τις θέσεις τις φαινομενικά αντίθετες του παρατηρητή και του πλάνητα (flâneur) και συνδυάζει τις δύο αυτές τακτικές: συχνά παρατηρώ το πλήθος από μια απόσταση «ασφαλείας», ενώ άλλες φορές περιπλανιέμαι ανάμεσα στους ξαπλωμένους λουόμενους και γίνομαι μέρος του πλήθους, σε σημείο που η παρουσία μου με τη φωτογραφική μηχανή να περνά απαρατήρητη. Στις φωτογραφίες μου οι άνθρωποι είναι παρόντες αλλά την ίδια στιγμή φαίνεται να απουσιάζουν. Απορροφημένοι στην προσπάθειά τους να βιώσουν την ηδονή του προσωρινού αυτού Παραδείσου, παραδομένοι στην ολοκληρωτική χαλάρωση των διακοπών-πακέτο, δεν δίνουν σημασία σε τίποτε άλλο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ελάχιστοι από αυτούς κοιτούν το φακό. Η σκηνοθεσία εδώ συμβαίνει ερήμην του φωτογράφου και εν αγνοία των πρωταγωνιστών: είναι μια σκηνοθεσία ακούσια.  Γι αυτό και η καταγραφή εδώ δεν έχει χαρακτήρα φωτογραφικού ντοκουμέντου αλλά κυρίως είναι μια σύνθεση και μια πρόταση: συνθέτοντας επιλεκτικά κάποια στοιχεία της πραγματικότητας προτείνει διαφορετικές αναγνώσεις του ορατού κόσμου.

Μαρίνος Τσαγκαράκης

 

Ο Μαρίνος Τσαγκαράκης καταφθάνει στις ίδιες περιοχές όταν τα φώτα έχουν σβήσει, η πίστα έχει αδειάσει και η αναμονή για την επόμενη τουριστική σεζόν είναι ήδη διάχυτη στον αέρα. Τα τοπία του είναι έρημα, συννεφιασμένα αλλά και φωτεινά συγχρόνως, ποτισμένα από την υγρασία της βροχής και της θάλασσας, με κτίσματα αλλόκοτα, με έντονη την ατμόσφαιρα της εγκατάλειψης, σαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν τα μέρη αυτά να έφυγαν τρέχοντας ύστερα από κάποια πυρηνική ή άλλη καταστροφή που άφησε ακέραιο το κέλυφος σκοτώνοντας ό,τι ζωντανό υπήρχε εντός του. Ο Τσαγκαράκης σκηνοθετεί συνειδητά και συγχρόνως «φωτίζει» (δεν είναι τυχαία η χρήση του φλας στις φωτογραφίες του) μια καλά κρυμμένη, άγνωστη πλευρά του τουρισμού. Ο ίδιος επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Η τουριστική βιομηχανία έχει επέμβει δραστικά πάνω στο έδαφος, μετασχηματίζοντάς το σε εμπόρευμα, προκαλώντας φαινόμενα με έντονο κοινωνικοπολιτισμικό χαρακτήρα. Οι διάφοροι προορισμοί κινδυνεύουν να αλλάξουν τελείως δομή, μορφή και ταυτότητα και να τυποποιηθούν μέσα στην όλη διαδικασία ικανοποίησης των τουριστικών επιθυμιών. Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, είναι ότι με αυτόν τον τρόπο δεν υποβαθμίζεται μόνο το τελικό προϊόν, αλλά κυρίως υποβαθμίζονται οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες, οι οποίες στις περιόδους μη τουριστικής αιχμής πρέπει να συμβιβαστούν να ζήσουν στα κατάλοιπα της εποχιακής βιομηχανίας».

Βλέποντας για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του Μαρίνου Τσαγκαράκη στην έκθεση Depression Era στο Μουσείο Μπενάκη, όπου συμμετείχαμε και οι δυο ως μέλη της ομώνυμης κολεκτίβας, «είδα» ό,τι κι εκείνος «είδε». Σε διαφορετικό χρόνο, με άλλη αισθητική προσέγγιση, αποτυπώσαμε και οι δυο τα αποτελέσματα της συνύπαρξης του τοπίου με τον άνθρωπο σε αιχμηρές, παράδοξες, αστείες, μελαγχολικές αλλά και συχνά ποιητικές εικόνες. Η ιδέα της έκθεσης Summer Inn Paradise προέκυψε πολύ φυσικά, σε μια διάθεση τόσο να έλθουμε σε διάλογο μεταξύ μας όσο και να μοιραστούμε το αποτέλεσμα της κοινής αυτής φωτογραφικής μας εμπειρίας με τους θεατές και ο τόπος της έκθεσης δε θα μπορούσε να είναι άλλος παρά η Ανατολική Κρήτη. Στόχος της έκθεσης δεν είναι να κάνει κριτική, να καταγγείλει ή να στιγματίσει. Οι φωτογραφίες άλλωστε μιλούν από μόνες τους και στον καθένα μπορεί να αφηγούνται πολύ διαφορετικές ιστορίες. Βλέποντας ξανά και ξανά τις φωτογραφίες τις δικές μου και του Τσαγκαράκη συνειδητοποιώ ότι τελικά αυτό που θελήσαμε είναι, πολύ απλά, να δείξουμε αυτό που είδαμε και να πούμε ναι, ήμουνα κι εγώ εκεί, και να η απόδειξη πως αυτό που είδα υπάρχει, κάπου αλλού, αλλά κι εδώ, ίσως.”

Μαρίνος Τσαγκαράκης

.

Info:

Από τις 26 Μαΐου ως τις 18 Ιουνίου 2017.

Εγκαίνια: Παρασκευή 26 Μαΐου στις 19:00.

Διεύθυνση: Πεζόδρομος 28ης Οκτωβρίου, Άγιος Νικόλαος

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα έως Παρασκευή 18:00-21:00, Σάββατο & Κυριακή 11:00-14:00 & 18:00-21:00.

.

.

Κεντρική φωτο: Μαρίνος Τσαγκαράκης

.