Πού τελειώνει η πόλη;
Οι αυτόματοι συνειρμοί που γεννά μια φωτογραφία δε θα μας επιτρέψουν από εδώ και πέρα να ξεχάσουμε παρόμοια βίωματά μας. Όμως, μαζί με αυτό, θα μας βοηθήσουν να πάμε και παραπέρα. Έτσι, περνάμε τώρα στην ερμηνεία αυτού που έχει απαθανατιστεί. Οι φωτογραφίες αυτές μάς βοηθούν να σχηματίσουμε μια θεωρία για το τί είναι η πόλη μας. Το να ορίσουμε το αντικείμενο μας δεν είναι κάτι αυτονόητο, όμως είναι πολύτιμο, γιατί μας βάζει σε μια διαδικασία που μας το ξεδιπλώνει μπροστά μας. Στο μυαλό μας οι ιδέες που έχουμε για την πόλη έχουν ήδη επηρεαστεί από πολλές μεριές: πόλη μπορεί να είναι οι ρομαντικές περιηγήσεις της λογοτεχνίας ή η έδρα της αδικίας και της ηθικής κατάπτωσης· μπορεί να είναι ο κόσμος του λαϊκού τραγουδιού ή η γειτονιά των παιδικών μας χρόνων· μπορεί να είναι τα αυτοδιοικητικά σύνορα όπως τα ορίζει το κράτος· μπορεί να είναι οι τοπικές πολιτιστικές αναπαραστάσεις -τόσο συχνές στην Ελλάδα- που οριοθετούν με διπολικό τρόπο το «εμείς» από τους «άλλους» και τόσα άλλα. Με άλλα λόγια, η ιστορική διαδρομή της πόλης, οι προσωπικές μας στιγμές, η εξουσία, μα και η δυναμική συμβολή της στην ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών, σχετικοποίησαν τον ορισμό της ουσίας της. Φυσικά, όλες οι παραπάνω αποδόσεις δίνουν μια συμπληρωματική ερμηνεία, ακόμα και αν κοιτάνε με μερικό τρόπο την πόλη. Όσο εξάλλου δεν θα είναι όλοι οι άνθρωποι κύριοι της πόλης τους, θα έχουν μια κομματιαστή ιδέα για το κοινό τους σπίτι, που εύλογα θα εμφανίζεται στα τραγούδια, στις ελπίδες, στα παραμύθια, στους φόβους και τα άγχη τους. Το κενό για το τί είναι η πόλη ως σύνολο θα το καλύψουν πρώτιστα οι ειδήσεις, το υπουργείο εσωτερικών, οι ειδικοί και το αφεντικό.
.
Αν, όμως, θέλουμε να αποκαταστήσουμε τον ορισμό της πόλης, πρέπει να πάμε πέρα από τα παραπάνω. Πρέπει να τη σηκώσουμε και να την παρατηρήσουμε γύρω γύρω σαν μια μπίλια. Να τη φέρουμε κοντά στο μάτι μας και να ξαφνιαστούμε όταν θα δούμε ότι περισσότερο από μια απλή σφαίρα, η μπίλια μας έχει χιλιάδες φυσαλίδες μέσα στο γυαλί, χρώματα και προσμίξεις, που κρατιούνται καλά μαζί από άλλες δυνάμεις, ενώ το φως διαθλάται σε εκατομμύρια μήκη κύματος, καθώς περνάει μέσα από κάθε ένα από τα παραπάνω. Όταν ξανακουμπήσουμε κάτω τη μπίλια μας, θα ξέρουμε πια ότι μια μάζα χιλιάδων αμοιβαίων απωθήσεων και ταιριασμάτων κυλάει τώρα πάνω στο χώμα και, μάλιστα, όπως κυλάει μπορεί και προσθέτει νέα στρώματα στην επιφάνεια της, από όπου περνάει από πάνω. Οι εποχές εναλλάσσονται και συμβαίνει καμιά φορά η μπίλια μας να ψήνεται στη ζέστη και να κρυσταλλώνει στο κρύο, έτσι που ό,τι κόλλησε στην επιφάνειά της να γίνεται δικό της σώμα. Και όλα αυτά ενώ συνεχίζει το ταξίδι της.
Πόσο πιο φτωχή θα ήταν η γνώση μας για το δεύτερο αυτό παιχνίδι μας, αν το βλέπαμε απλά ακίνητο, στην αιώνια αδράνεια του. Εμείς, όμως, διαλέξαμε να το οραματιστούμε μέσα στην ιστορία. Μάλιστα, η φαντασία που επιστρατεύσαμε για να φέρουμε το αντικείμενο στο μυαλό μας δεν είναι διόλου άσκοπη∙ εξάλλου ο τρόπος που σκεφτόμαστε κάτι και ο τρόπος που πραγματικά υπάρχει εκεί έξω, πρέπει να ακολουθούν ίδιους νόμους κίνησης: αν ο δεύτερος σφύζει από αντιθέσεις, οι ίδιες αντιθέσεις πρέπει να διαπερνάν και τον πρώτο και όπως αναπτύσσεται ιστορικά η πόλη, έτσι πρέπει να αναπτύσσεται και η σκέψη μας πάνω σε αυτή.[2]
Πάμε τώρα πίσω στο αφιέρωμα μας. Ακριβώς εδώ, ο προβληματισμός που μας «διαχέουν» αυτές οι φωτογραφίες είναι ότι συλλαμβάνουν την πόλη μας σαν να είναι φτιαγμένη από συγκρούσεις και συμφιλιώσεις των θεμάτων στα οποία εστιάζει ο φακός τους. Μάλιστα, άρρητα φέρνουν στο πιο κεντρικό σημείο τις αντιθέσεις των τόπων, όπως οι τελευταίοι ακμάζουν ή παραπαίουν μέσα από την ανθρώπινη εργασία, δηλαδή, μέσα από τη συσσώρευση ή την καταστροφή της σε ένα χώρο.
.
Η πόλη εδώ δεν αποτυπώνεται πρώτιστα σαν ένα φυσικό τοπίο, ούτε σαν ένα σύνολο ακινήτων∙ οι φωτογράφοι δεν εστιάζουν σε επί μέρους τραγικές ιστορίες και χαμένες μικρές πατρίδες. Το προσωπικό τους γούστο δεν γίνεται μεταφορά. Όχι φυσικά ότι είναι αθέμιτο να δει κανείς την πόλη μέσα από επί μέρους φακούς, κάθε άλλο∙ η ζωή και η τέχνη θα ήταν βαρετές αν δεν επεφύλασσαν βασικές θέσεις σε μικρές πτυχές του κόσμου μας. Όμως, μόνο αν δούμε τα θεμέλια της πόλης μας ως τερματισμό και αφετηρία της ανθρώπινης εργασίας, μόνο τότε θα μπορέσουμε να βρούμε ένα τρόπο να αρθρώσουμε και τα επί μέρους. Και εν τέλει, να κάνουμε δικά μας και τα μερικά, αλλά όχι με έναν τρόπο αποσπασματικό. Τότε, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για τις ιδιαίτερες γειτονιές της, τις δραστηριότητες που φιλοξενεί, να πούμε ότι είναι έδρα της εξουσίας, μα και ότι κουρνιάζει μέσα της πόθους, ελπίδες, φόβους, γεννά τραγούδια, καημούς και παραμύθια. Μάλιστα, στο παλίμψηστο που φτιάχνει η πόλη ανά τους αιώνες φιλοξενεί όλα όσα από τα παραπάνω κρίθηκαν αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη της, φυλάσσοντάς τα όπως τα γνώρισε σε εκείνους τους παλιότερους χρόνους.[3]
Από την άλλη, στους εξόριστους τόπους για τους οποίους μιλάμε, εκεί όπου το παλίμψηστο δεν πρόλαβε χρονικά να έχει παρά ελάχιστες στρώσεις, το να δει κανείς την πόλη απλά συμβολικά (για να μη μιλήσουμε για τις προσεγγίσεις που επιβάλλει το κατεστημένο, κράτος και αφεντικά) και όχι σαν προϊόν της ανθρώπινης εργασίας, μάλλον θα οδηγήσει σε θεωρήσεις, που απλά θα αναπαράγουν τη μόνιμη εξορία αυτών των τόπων.
.
Έτσι, λοιπόν, μια αυλή εργοστασίου με βιομηχανικά σκουπίδια ή ένα ισόγειο μιας αποθήκης όπου σκουριάζει ο εξοπλισμός, δείχνουν ότι είναι η ανθρώπινη εργασία –η παρουσία και μετέπειτα η εγκατάλειψή της– που καταδίκασε αυτούς τους τόπους. Θα λέγαμε λοιπόν, ότι αν και η πόλη γίνεται αρχικά αντιληπτή ως μια χτισμένη μορφή, το να την κοιτάξει κανείς ξανά στη σχέση της με την ανθρώπινη εργασία στην πραγματικότητα μάς επιτρέπει να τη δούμε σαν μια μορφή που αναζητά ένα περιεχόμενο για να ερμηνευθεί στην ολότητα της (όπως έγραφε ο Henri Lefebvre). Οι πόλεις λοιπόν, δεν μπορούν να ιδωθούν έξω από τις διαδικασίες που ορίζουν οι πολλαπλές κοινωνικές δραστηριότητες, άρα δεν μπορούν να προσεγγιστούν έξω από το κοινωνικό σύστημα που τις παράγει. Και καθώς οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα είναι εν τέλει μια διαδικασία ανταλλαγής ύλης, μεταξύ ανθρώπου-φύσης ή μεταξύ των ανθρώπων, έτσι ανθρώπινη εργασία και αστικοποίηση είναι στενά συνδεδεμένες, καθώς η δεύτερη είναι η μορφή που παίρνει χωρικά η πρώτη. Αλλά και αντίστροφα, η αστικοποίηση «φέρνει κοντά» την ανθρώπινη εργασία και υπηρετεί αυτό που συντηρεί το σύστημα.
.
Για παράδειγμα, η μικρή πόλη της Οθωμανικής περιόδου που διασφάλιζε συσπείρωση και προσπελασιμότητα, ούτε κατά διάνοια ταιριάζει με την πόλη της διευρυμένης συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ακόμα περισσότερο, δεν ταιριάζει με τη σημερινή πόλη του ύστερου καπιταλισμού, όπου θεμελιώδεις αντιφάσεις της υπερπαραγωγής προϊόντων οδηγούν τμήμα της υπεραξίας από όλους τους τομείς της οικονομίας να διοχετεύεται σε μετοχές, ομόλογα, αξιόγραφα και, ειδικά στην περίπτωση μας, ακίνητα· η διαδικασία αυτή επεκτείνει συνεχώς τη δόμηση των πόλεων ως «διέξοδο» στην κρίση του καπιταλισμού. Ένα σύμπλεγμα από παλιούς ιστορικούς πυρήνες, εμπορικά κέντρα, άξονες κυκλοφορίας και περιοχές μεσιτικής κερδοσκοπίας αναπτύσσεται, συχνά επικαλύπτοντας παλαιότερα μοτίβα. Αντίστροφα τώρα, μια πόλη που προσφέρει άξονες κυκλοφορίας, εναέρια συνδεσιμότητα, «ελεύθερες ζώνες» εμπορίου και βιοτεχνίας ή δυνατότητες για μεσιτική κερδοσκοπία δια μέσω φοροαπαλλαγών, προγραμμάτων «αστικής αναβάθμισης» ή πρακτικές gentrification, ευνοεί τη διευρυμένη συσσώρευση κεφαλαίου στο έδαφος της και την αναβαθμίζει στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.[4]
.
Αφήσαμε, όμως, πολλές φορές να εννοηθεί ότι οι πόλεις μας, κάθε άλλο παρά ακέραια σύνολα είναι: στο εσωτερικό τους θα βρούμε διαλεχτά μέρη που τρέχουν να επενδύσουν επιχειρηματίες, κατασκευάζονται υποδομές ή ψηφίζονται ευνοϊκές ρυθμίσεις∙ αλλού δεν γίνεται τίποτα από τα παραπάνω, ο χρόνος μετριέται με τους πεσμένους σοβάδες, τα φαγωμένα από τη σκουριά σίδερα και τις λάμπες που τρεμοπαίζουν και είναι έτοιμες να αφήσουν για χρόνια τυφλούς τους στύλους τους, προτού τις αντικαταστήσει κάποιο συνεργείο. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η πόλη διαφοροποιείται περαιτέρω εσωτερικά, σε τόπους που προσφέρουν δυνατότητες διευρυμένης συσσώρευσης και τόπους που δεν προσφέρουν. Την έννοια της διευρυμένης συσσώρευσης την προτείνουμε στην πιο πλατιά της έννοια, δηλαδή την παραγωγή, την κυκλοφορία, αλλά συμπεριλαμβάνουμε εδώ και την κατοικία όσων την απολαμβάνουν, όπως και την εξουσία που τους προστατεύει. Το γεγονός αυτό σχετικοποιεί σαφώς τον όρο «πόλη»· αρχίζουμε και μιλάμε για αστικό σύνολο, μητροπολιτική περιοχή, συμπλέγματα αστικών πυρήνων, γραμμική ανάπτυξη κλπ.
Ο ζελατινοειδής χαρακτήρας της αστικής διάχυσης και η αδυναμία της να συγκροτήσει ένα σαφές σύνολο τροφοδοτούνται εν τέλει από την κοινωνική παραγωγή και αντίστροφα. Από την άλλη μεριά, οι σχετικοποιημένοι αυτοί ορισμοί είναι συνεπείς ως προς τον ρόλο που η «πόλη» καλείται να παίξει στον καπιταλισμό: ένα άθροισμα τόπων όπου η κοινωνική ζωή μειώνεται σε ότι έχει μόνο να κάνει με τη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Άρα, για να επιστρέψουμε στο πρώτο πρώτο μας ερώτημα∙ που τελειώνει η πόλη; Η πόλη εν τέλει, τώρα πια, δεν τελειώνει πουθενά, αλλά τείνει να πάρει την αυθεντική μορφή που της προσδίδει ο καπιταλισμός, δηλαδή, μια ζελατινοειδή συνάθροιση οικονομικών δραστηριοτήτων. Η ζελατίνα αυτή συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, δημιουργεί παχείς κόμπους ή λεπτές ίνες, κόβεται και διακόπτεται από τη μια μεριά και απλώνει από την άλλη. Ως γενικό, όμως, κανόνα έχει παντού μια μικρή συνοχή. Άρα, το να πούμε ότι η διάχυση είναι μια άρνηση της πόλης, στην ουσία είναι σωστό όσο η πόλη νοείται ακόμα σαν μια κοινότητα ανθρώπων όπου προκαπιταλιστικές ή ανταγωνιστικές προς τον καπιταλισμό διαδικασίες ακόμα λαμβάνουν χώρα. Αλλιώς, στην ουσία της, δυστυχώς, αυτή είναι η πόλη που συμφωνεί πλήρως με τη σημερινή κοινωνική οργάνωση.
Η διάχυση ως συνέπεια της άνισης ανάπτυξης
Πάμε να ρίξουμε μια πανοραμική ματιά πίσω στις φωτογραφίες μας. Αυτό που συλλαμβάνουν μαζί στην ενότητα τους, πάει πέρα από περίπου πενήντα περιγραφές της σκοτεινής μας πόλης. Τα καρέ των πλούσιων περιοχών υπάρχουν δίπλα σε αυτά των τόπων σε κρίση. Τα καρέ της ανάπτυξης συνυπάρχουν με τα νεκροταφεία της ερήμωσης. Πράγματι, το μοντάζ αυτό μπορεί να φέρει κοντά ό,τι η απόσταση και δεκάδες άλλα σύνορα φαίνεται να κρατάνε μακριά. Είναι, λοιπόν, σαν τα περιεχόμενα των φωτογραφιών να προσπαθούν να μιλήσουν για δύο όρια της πόλης μας. Σαν να θέλουν να θίξουν τις ακραίες μορφές μιας διαδικασίας πόλωσης. Το φαινόμενο, λοιπόν, της διάχυσης είναι αποτέλεσμα μιας κοινής διαδικασίας που απλώς παίρνει διαφορετικό περιεχόμενο στις ακτογραμμές της πόλης.
.
Ο καπιταλισμός όπως αναπαράγει τους ανθρώπους άνισα -σε αυτούς που προσφέρουν την εργασία τους και αυτούς που απολαμβάνουν την εργασία τρίτων- αναπαράγει και τις πόλεις μας άνισα. Μάλιστα, όπως απέδειξε ο Ερνέστ Μαντέλ, η ύπαρξη υπο-ανεπτυγμένων περιοχών είναι συνθήκη για την ύπαρξη των υπερ-ανεπτυγμένων. Οι δεύτερες τροφοδοτούνται από τις πρώτες και αυτό ισχύει για όλες τις κλίμακες του χώρου: παγκόσμια, περιφερειακή και μητροπολιτική.[5]
Υπερ-ανάπτυξη εδώ σημαίνει πληθωρισμός κεφαλαίου: παραγωγή εμπορευμάτων, αγοραστική δύναμη, απασχόληση εργατικού δυναμικού, επενδύσεις σε ακίνητα, τόκος χρηματικού κεφαλαίου και παροχές με τη μορφή της ιδιωτικής κατανάλωσης. Υπο-ανάπτυξη σημαίνει καταστροφή ή διαρροή κεφαλαίου: κλείσιμο επιχειρήσεων, φτώχεια, ανεργία, υποτίμηση περιουσιακών στοιχείων και αποτράβηγμα του κοινωνικού κράτους.
.
Η πόλωση αυτή συντηρείται στο χώρο και από την εξουσία, μέσα από τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη φορολογική νομοθεσία. Για παράδειγμα, υπάρχουν επιλεγμένοι τόποι της πόλης που ευνοούνται να γίνουν «στρατηγικοί πόλοι», «άξονες ανάπτυξης», «βιομηχανικά πάρκα», «ζώνες εμπορίου», «πρότυποι οικισμοί», «νησίδες ανάπλασης» κοκ. Εδώ το κράτος εμπλέκεται έμμεσα στην κοινωνικοποίηση ενός κόστους που είναι παραγωγικό για το κεφάλαιο: πιο απλά, αναλαμβάνει το ίδιο την κατασκευή υποδομών, απαλλάσσει τον επενδυτή από φόρους, εγγυάται την ασφάλεια και εκπροσωπεί επενδυτικά συγκεκριμένους τόπους. Καμιά φορά όλα τα παραπάνω αρθρώνονται επιστημονικά σε έναν ταξικά φορτισμένο χωροταξικό σχεδιασμό, εκδίδονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και έχουν νομική ισχύ. Η ισχύς αυτή εγγυάται με άλλα λόγια τις «γενικές συνθήκες της παραγωγής», δηλαδή επενδύσεις σε τόπους με μειωμένο ρίσκο και ανώτερη παραγωγικότητα.[6] Το απολύτως λογικό είναι εδώ να αρχίσουν να συρρέουν περισσότερα κεφάλαια, αλλάζοντας τις ισορροπίες της πόλης. Ακόμα περισσότερο, σε αυτούς τους καιρούς, μια ενδεχόμενη κρίση θα διασφαλίσει αυτά τα κεφάλαια σε σχέση με άλλες περιοχές, οι οποίες δεν είναι ενταγμένες σε αυτόν τον σχεδιασμό. Οι τελευταίες υστερούν σε υποδομές ή εγγύτητα σε οικονομικούς, συγκοινωνιακούς ή πολιτικούς κόμβους που ανυψώνουν το ποσοστό κέρδους. Ακόμα, τέτοιες περιοχές δεν μπορούν να γίνουν το «κεραμίδι» των αφεντικών∙ δεν προσφέρουν ούτε ασφάλεια ούτε γρήγορη προσβασιμότητα στα κέντρα της οικονομίας και της εξουσίας.
Από την άλλη μεριά, πολύ συχνά, εκτός από την στρατηγική ένταξη κάποιων περιοχών σε θεσμικές επιλογές, το κεφάλαιο επωφελείται από την πολιτική εξαίρεση κάποιων περιοχών από αυστηρές πολεοδομικές ρυθμίσεις. Έτσι, βλέπουμε να εξαιρούνται από τους γενικούς όρους επιμέρους παραλιακά μέτωπα, εκτάσεις υψηλού πρασίνου, προστατευόμενες ζώνες κτλ. και να καρπώνεται κάποιος επενδυτής αυτή τη μεροληπτική κατάσταση. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι συχνά τόσο εξόφθαλμες που δεν χρειάζεται να στύψει κανείς το κεφάλι του για να καταλάβει ποιος τις υπαγόρεψε. Σε ένα νομοσχέδιο του υπουργείου υγείας, για παράδειγμα, μπορούν και εξαιρούνται από την ελάχιστη απόσταση από τον αιγιαλό, μόνο ξενοδοχεία πέντε αστέρων με πρόσωπο μεγαλύτερο από 100μ. … Η άνιση ανάπτυξη αφορά λοιπόν και σε ανισότητες ενάντια στη φύση και τις συνθήκες ζωής, οι οποίες αφού πρώτα μετατραπούν σε εμπορεύματα, γίνονται πεδίο ατομικής κερδοφορίας μέσα από την υποβάθμιση τους.
Καθώς η άνιση ανάπτυξη θεμελιώνεται πάνω στην ύπαρξη αντικρουόμενων πόλων, είναι πολύ σημαντική για να τη συμπεριλάβουμε στη μελέτη της αστικής διάχυσης. Έτσι, θα καταλάβουμε αυτό που το μοντάζ του αφιερώματος αυτού μας μαρτύρησε, ήδη από την πρώτη του γενική ματιά: ότι η διάχυση είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται και στα δύο άκρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Όταν βρίσκουμε περιοχές σε κρίση πρέπει να ψάξουμε κάπου κοντά να βρούμε περιοχές σε ακραία ευμάρεια, που γεννήθηκαν εις βάρος των πρώτων. Οι πρώτες θα διαθέτουν τα στοιχεία της υπο-ανάπτυξης που αναφέραμε πριν λίγο, ενώ οι δεύτερες αυτά της υπερ-ανάπτυξης. Φυσικά, ο καπιταλισμός οργανώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι σε επίπεδο πόλης· ειδικά για τις μητροπόλεις όμως, όπως η Αθήνα, μπορούμε σίγουρα να αποτολμήσουμε να πούμε ότι αποτελούν ενώσεις ακραίων αντιθέσεων. Τώρα πια, η αστική μας γεωγραφία είναι πιο πλήρης από μια απλή διάστιξη μεταξύ εύπορων και φτωχών προαστίων.
.
Όσον αφορά στους τόπους κατοικίας της ακραίας ευμάρειας, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι ιδιωτικές σχέσεις στην παραγωγή αφορούν και στην ιδιωτική οργάνωση του χώρου και στην οργανωμένη απόσπαση του από τη συλλογική χρήση. Στην ακραία τους περίπτωση, πρόκειται για προάστια-φρούρια, θλιβερή απαίτηση των ανώτατων στρωμάτων για ατομική και συλλογική ασφάλεια και ιδιωτική απόλαυση των ιδιαίτερων αναγκών τους. Φυσικά, ανάλογα με το βαθμό που παίρνει η κρίση, η χωρική αυτή οργάνωση ποικίλει από το «διακριτικό» διαχωρισμό ορισμένων προαστίων από τα υπόλοιπα μέχρι τη διάχυση ολόκληρων περιφρουρημένων περιοχών στα όρια της πόλης.
.
Τα πρώτα είναι πιο «ευρωπαϊκά» φαινόμενα, ενώ τα δεύτερα πιο «αμερικανικά»,[7] αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η δυναμική του φαινομένου δεν ξεπερνά τώρα πια τις ηπείρους όπου πρωτοεμφανίστηκε πιο οργανωμένα. Το φαινόμενο της αποκλειστικής οργάνωσης του χώρου, της αποκοπής της συνοχής του από τις υπόλοιπες περιοχές και κατόπιν της διάχυσης της πόλης, εν τέλει δεν είναι παρά η χωρική αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και της νομικής ιδιοκτησίας τους. Μια αντίφαση που απαιτεί την ιδιωτική οικειοποίηση ενός ευρέως χώρου και για την κατοικία, ιδιαίτερα όσο η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων αυξάνεται, η αγοραστική δύναμη μειώνεται και η κοινωνική κρίση οξύνεται.
Τώρα, περνώντας ξανά στον άλλο πόλο της άνισης ανάπτυξης, είναι εύλογο κανείς να αναρωτηθεί: οι υποανάπτυκτες περιοχές της διάχυσης ήταν πάντα έτσι; Όχι βέβαια, οι φωτογραφίες αυτές δεν δείχνουν μόνο συστήματα σε κατάρρευση, αλλά και τόπους που κάποια στιγμή γνώρισαν καλύτερες μέρες. Και πάλι όμως, τα «περασμένα μεγαλεία» δεν είναι ίδια για όλους τους τόπους. Ας φανταστούμε μια φωτογραφία που απαθανατίζει ένα εγκαταλειμμένο χωριό∙ ένα γραφικό λιθόστρωτο σοκάκι με τα γύρω μισοερειπωμένα πετρόχτιστα σπίτια να στέκουν στην φθινοπωρινή ψύχρα. Τώρα, πάμε στους φωτογράφους μας που κατέγραψαν την ερήμωση της ακτογραμμής∙ τη θέα ενός εργοστασιακού κουφαριού που κάποτε επαναλαμβάνονταν μέσα του ρυθμικές εργασίες, μιας οικοδομής που έμεινε στα μπετά, γιατί αδυνάτισε να αξιοποιηθεί ως εμπόρευμα ή μιας άδειας ρεκλάμας. Σε τί διαφέρουν;
.
Τα τελευταία έχουν να κάνουν ταυτόχρονα με την άνιση κατανομή της ανθρώπινης εργασίας και την καταστροφή της ως περιττής, στο πλαίσιο της υπερπαραγωγής κεφαλαίου. Μάλιστα, ανάμεσα σε αυτό το ανέβασμα και το κατέβασμα, η εργασία προσέφερε τα πάντα μόνο στην ατομική συσσώρευση κάποιων αφεντικών, ο τόπος έγινε μοχλός της κερδοφορίας τους. Η εργασία δεν συνέβαλε στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής: δεν έγινε κοινές αλάνες, κήποι και πεζούλια, δεν έγινε μόρφωση, τραγούδι και χορός και φυσικά, δεν έγινε συλλογικές βιομηχανίες και χωράφια. Η εργασία εξατομικεύθηκε, αλλοτριώθηκε. Και αυτό το ξέπεσμα της αλλοτριωμένης εργασίας μέσα στη γενική ανισότητα της πόλης, δίνει και τους ιδιαίτερους ψυχολογικούς συνειρμούς που αισθάνεται κανείς βλέποντας τα καρέ αυτών των εξόριστων τόπων.
Μάλιστα, οι ιδιωτικές σχέσεις παραγωγής δυναμιτίζουν την ισορροπία μεταξύ του κοινωνικά αναγκαίου χώρου και των χτισμένων μορφών που φυτρώνουν μόνο για μια βραχυπρόθεσμη κερδοφορία. Έτσι, μεγάλα τμήματα της πόλης αστικοποιούνται γύρω από μία μοναδική δραστηριότητα. Οικισμοί-φαντάσματα, τόποι-κοιμητήρια, εγκαταστάσεις που ξέφτισαν όταν δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν πλέον, καταδεικνύουν όλα μαζί τον περιοδικά κρισιακό χαρακτήρα του καπιταλισμού. Ειδικά για τους τόπους που εξετάζουμε στα όρια της πόλης, η ανυπαρξία κάποιου πρωθύστερου πυρήνα που πιθανώς να εγγυόταν ότι ένα μέρος της κοινωνικής ζωής θα ξέφευγε των δικτύων του συστήματος -όπως η αλληλοβοήθεια, η αυτοσυντήρηση από χωράφια που ανήκαν στην οικογένεια, οι εθνοτικοί δεσμοί κτλ- και η απουσία συλλογικών αναπαραστάσεων και ταξικών αγώνων που είναι πάντα σαν αμάλγαμα δεμένοι με τον χώρο, επιταχύνει την κατάπτωση αυτών των περιοχών, όταν η κρίση τις επισκιάσει.
Πριν κλείσουμε αυτήν την παράγραφο, θα συζητήσουμε άλλη μια εντύπωση που γεννούν αυτές οι φωτογραφίες στο μυαλό μας∙ αυτοί οι τόποι της εξορίας, δεν είναι σαν να δανείζονται τα πιο καταπιεστικά στοιχεία από την πόλη αλλά και από την ύπαιθρο; Άγχος και κατάθλιψη, ανεργία και στασιμότητα, μόλυνση και επιτήρηση.
.
Μήπως, όμως, και η πόλωση τόπων ανάπτυξης-υπανάπτυξης δεν είναι άλλη παρά η σύγχρονη συνέχεια των συγκρούσεων που γεννά ο καπιταλισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μόνο που τώρα η ύπαιθρος φωλιάζει μέσα στις πιο αχανείς μητροπολιτικές περιοχές; Έτσι, η αντίθεση αυτή δεν πρέπει να θεωρείται μια ξεπερασμένη υπόθεση του προηγούμενου αιώνα, αλλά κομμάτι των πιο σύγχρονων αντιθέσεων, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό και σε νέο χώρο.[8] Τώρα πια, η σύγχρονη ύπαιθρος παίρνει το όνομα των αστικών περιοχών υπανάπτυξης συν, βέβαια, της παραδοσιακής περιφέρειας της χώρας.
Η σύγχρονη ύπαιθρος όμως, είναι ένα λαογραφικό φαινόμενο για το οποίο δεν έχει γίνει πολλή κουβέντα∙ ίσως, γιατί δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γίνει μια ρομαντική ή μαγευτική ιστορία, όπως έγιναν οι ρίζες της καταγωγής μας ή ο κόσμος του περιθωρίου. Εδώ ανοίγουμε, λοιπόν, μια καινούργια παράγραφο, όπου οι φωτογραφίες αυτές μπορούν να συμμετάσχουν σε έναν τέτοιο απωθημένο διάλογο. Θα μιλήσουμε για τις αναπαραστάσεις των ακτογραμμών της πόλης στη συνείδηση.
.
.
[2]Μαντέλ, Έρνεστ. 2004. Ύστερος Καπιταλισμός. Αθήνα: Εργατική Πάλη (σελ. 61).
[3] Ενδεικτικά πάνω σε αυτό το θέμα: Massey, Doreen. 1995. Spatial divisions of labour: social relations and the geography of production. Macmillan (σελ. 97). Κομνηνός, Νίκος. 1984. Η πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, Θέσεις τ.7 (Απρίλιος-Ιούνιος 1984). Harvey, David. 1985. The urbanization of capital. Oxford: Blackwell (σελ.68). Για μια ματιά στον επίσημο στρατηγικό και πολεοδομικό σχεδιασμό: ΥΠΕΚΑ. 2011. Αθήνα: Μεσογειακή Πρωτεύουσα και φυσικά τα Περιφερειακά και Χωροταξικά Σχέδια των τελευταίων δεκαετιών (Τουρισμού, Βιομηχανίας).
[4]Για την αμερικανική εκδοχή του οικιστικού «ονείρου» δες: Davis, Mike. 2008. Πέρα από το Blade Runner. Αθήνα: Futura. Του ίδιου, 1990. City of quartz: excavating the future in Los Angeles. London: Verso.
[5] Ο Μαρξ επιμένει για τη διαχρονικότητα αυτής της αντίθεσης: «Το θεμέλιο κάθε αναπτυγμένου καταμερισμού της εργασίας που προέρχεται από την ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ο διαχωρισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Μπορεί να ειπωθεί ότι ολόκληρη η οικονομική ιστορία της κοινωνίας συνοψίζεται στην κίνηση αυτής της αντίθεσης». Κεφάλαιο τ.1. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή (σελ. 368).
[6] Για τους νόμους κίνησης της σκέψης, Λένιν, Βλαδίμηρος-Ίλιτσ. 1977. Φιλοσοφικά Τετράδια (Άπαντα τόμος 29). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
[7] Lefebvre, Henri. 1991. The Production of Space. London: Blackwell (σελ. 37).
[8] Ας σημειώσουμε εδώ ότι η παραπάνω μεθοδολογική πορεία -το να μελετάμε τη γέννηση της μορφής από το κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά και τη διαμόρφωση του περιεχομένου από τις υπάρχοντες κοινωνικές μορφές- είναι η ίδια πορεία που το αφηρημένο (ύστερος καπιταλισμός, υπερπαραγωγή εμπορευμάτων κοκ) γίνεται συγκεκριμένο. Όποια κουβέντα για τον καπιταλισμό δεν «γειώνεται» σε ακριβή χώρο και χρόνο είναι γενικόλογη και άρα ψευδής.
.
Δείτε το Α μέρος εδώ
Δείτε το Γ μέρος εδώ
.
.