«… Έχω αρνηθεί εσκεμμένα να διαχωρίσω τη φωτογραφία από µια έννοια καθήκοντος. Ένας φωτογραφικός Λόγος είναι ένα σύστηµα µέσα στο οποίο η κουλτούρα χαλιναγωγεί τις φωτογραφίες βάζοντάς τες στην υπηρεσία ποικίλων αναπαραστατικών καθηκόντων. Οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται στην πώληση αυτοκίνητων, εις ανάµνησιν οικογενειακών εκδρομών, για να εντυπώσουν εικόνες επικίνδυνων προσώπων στη µνήµη προϊσταµένων ταχυδρομείων, για να πείσουν τους πολίτες ότι οι φόροι τους στην πραγματικότητα συγκρούστηκαν ένδοξα µε το φεγγάρι, για να µας θυµίζουν πως δείχναµε, για να κινούν τα πάθη µας, για να ερευνούν την ύπαιθρο για ίχνη του εχθρού, για να προωθούν τις καριέρες των φωτογράφων κτλ. Κάθε φωτογραφική εικόνα είναι ένα σημείο, πάνω από όλα, που σηματοδοτεί ότι κάποιος επένδυσε για να στείλει ένα µήνυμα. Κάθε φωτογραφικό µήνυμα χαρακτηρίζεται από µια µεροληπτική ρητορική.»

Allan Sekula, «On the Invention of Photographic Meaning»


 

Το School is a factory (1978-80), έργο του φωτογράφου και θεωρητικού Allan Sekula, βρίσκεται μεταξύ των εκθεμάτων που παρουσιάζονται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο πλαίσιο της Documenta 14. Πρόκειται για σειρά αποτελούμενη από 19 ασπρόμαυρες φωτογραφίες και 4 γραφιστικά σχέδια που ο Sekula δημιούργησε τον καιρό που δίδασκε φωτογραφία σε ένα community college του Orange County. Να σημειώσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που έργα του Sekula παρουσιάζονται στη Documenta, καθώς είχε συμμετάσχει, ενώ ήταν εν ζωή, και στις εκδόσεις 11 και 12 του εν λόγω θεσμού.

Στο έργο αυτό ο Sekula υποστηρίζει μια επαναστατική αντίληψη για τη σχέση της εκπαίδευσης με την εργασία – αντίληψη περιθωριακή ακόμα και στους κύκλους της ριζοσπαστικής αριστεράς του δυτικού κόσμου. Σε αντιπαράθεση με ένα σχήμα που προσεγγίζει το εκπαιδευτικό σύστημα απλώς ως μέρος ενός πλέγματος ιδεολογικών μηχανισμών που ανήκει στο εποικοδόμημα, ο Sekula ισχυρίζεται μέσα από τις φωτογραφίες, τα σχέδια και τα κείμενα που τα συνοδεύουν ότι τα σχολεία, τα κολλέγια, τα πανεπιστήμια και κάθε είδους κέντρα κατάρτισης και επιμόρφωσης αποτελούν οργανικό κομμάτι της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής του εμπορεύματος στον καπιταλισμό. Βρίσκονται στην καρδιά της υλικής βάσης του συστήματος. Δεν είναι προετοιμασία για δουλειά στο εργοστάσιο. Είναι δουλειά. Είναι εργοστάσιο. Είναι χώροι παραγωγής εμπορευμάτων, παραγωγής υπεραξίας. Είναι χώροι στο πλαίσιο της λειτουργίας των οποίων εντάσσεται επίσης και η διατήρηση και ανακύκλωση μιας δομικής ανεργίας.

Allan Sekula, School is a factory (1978-80)

Τρεις μαθητές, ήδη παράγοντας αξία κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους, ελπίζουν να βρουν δουλειά σε κάποια από τις τοπικές εταιρείες του κλάδου του μετάλλου. Σημειώνεται ότι οι φορολογούμενοι επωμίζονται ως επί το πλείστον αυτά τα προγράμματα μαθητείας, αντί για τις εταιρείες, καθώς και το ότι η πλειοψηφία των μαθητών/εργατών προέρχονται από παραδοσιακά αδικημένες κοινωνικές ομάδες μαύρων και λατινοαμερικανών. Οι σχεδιαστές των προγραμμάτων τονίζουν ότι αυτά εκτονώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια πληττόμενων κομματιών και τους κρατούν μακριά από ενδεχόμενο ξεσηκωμό. Η ουσία βέβαια είναι ότι η ανεργία αυξάνεται, όπως μας πληροφορεί ο Sekula, καθώς οι εταιρείες μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους στο Νότο ή σε χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου όπου τα μεροκάματα είναι χαμηλότερα και δεν υπάρχει συνδικαλισμός. Είναι σχεδόν ρητή η δήλωση του Sekula ότι η άρχουσα τάξη αφενός προσπαθεί να ανασχέσει την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους (μην ξεχνάμε ότι το έργο έγινε το 1978-80 και περίπου από το 1973 εισήλθαμε –σύμφωνα με αρκετές σοβαρές αναλύσεις- σε νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού) και αφετέρου φροντίζει για την αποφυγή ενδεχόμενης πολιτικής αστάθειας οφειλόμενης σε κοινωνικές αδικίες. Η ευθεία, και χωρίς απόπειρα αισθητικοποίησης, καταγραφή των ανθρώπων αυτών στο χώρο μαθητείας/δουλειάς τους είναι ενδεικτική αυτού που ο ίδιος ο Sekula αποκαλούσε «κριτικό ρεαλισμό». Μας κοιτούν κατάματα και δίπλα η επιγραφή «DANGER». Ναι, η κατάστασή τους, η κατάστασή μας είναι επικίνδυνη. «Μην του μιλάτε είναι άνεργος, τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες», έγραφε ο Νίκος Καρούζος – σκέφτομαι καθώς κοιτάζω τα χέρια των εικονιζόμενων στη φωτογραφία του Sekula.

Allan Sekula, School is a factory (1978-80)

Κριτικός κινηματογράφου, προερχόμενος από οικογένεια της εργατικής τάξης κατάφερε να σπουδάσει δημιουργική γραφή. Όταν όμως άρχισε να σχολιάζει πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που εμφιλοχωρούν στη διαδικασία παραγωγής ταινιών του Hollywood (μαθαίνουμε από τη λεζάντα), η αμοιβή του μειώθηκε αισθητά και αναγκάστηκε να αρχίσει να δουλεύει ως οδηγός ταξί. Το ύφος του αναδίδει ανημπόρια. Αυτήν την ανημπόρια που πηγάζει από την επώδυνα αποκτημένη γνώση. Οι τιμές που αναγράφονται στην πόρτα του ταξί μάς στριμώχνουν να σκεφτούμε για την αξία της εργατικής του δύναμης. Με ποια από τις δυο ιδιότητές του όμως;

Allan Sekula, School is a factory (1978-80)

Δυο μαθητές/εργάτες σε εταιρεία πληροφοριακών συστημάτων εκπαιδεύονται/εργάζονται απλώς επάνω στο πάτημα κουμπιών. Ένα συγκεκριμένο junior college αποτελεί τεράστια δεξαμενή παροχής χειριστών υπολογιστών προς την εταιρεία. Το καθήκον τους είναι η αποθέωση της ρουτίνας, συναγωνιζόμενο τη γραμμή παραγωγής, όπως σχολιάζει ο Sekula. Μας κοιτούν και αυτοί στα μάτια. Με τα βαλσαμωμένα πρόσωπά τους. Πίσω τους, γύρω τους ένα μουντό, καταθλιπτικό, σχεδόν καφκικό εργασιακό περιβάλλον. Στεγνό ντοκουμενταρίστικο ύφος από τον φωτογράφο.

Allan Sekula, School is a Factory

Τέσσερις μαθητές εφαρμοσμένης διαφημιστικής φωτογραφίας περιεργάζονται τη λειτουργία μιας φωτογραφικής μηχανής μπροστά σε μια έκθεση καλλιτεχνικής φωτογραφίας διάσημης φωτογράφου. Ο Sekula σχολιάζει το γεγονός ότι μαθητές σαν αυτούς μαθαίνουν να εστιάζουν αποκλειστικά σε τεχνικά ζητήματα αναφορικά με το μέσο τους, παρόλο που ενίοτε οι δάσκαλοί τους τούς πηγαίνουν να επισκεφθούν εκθέσεις φωτογραφίας όπου η σπουδή της ομορφιάς είναι το επίκεντρο σε σχέση με τη χρήση του μέσου. Αμηχανία αποπνέει η στάση του σώματός τους και το ύφος τους. Σαν αυτοί οι μάστορες της φωτογραφικής μηχανής ξαφνικά να τα ξέχασαν όλα και να μοιάζουν αδαείς κάτω από τα έργα τέχνης της «συναδέλφου» τους. Είναι φανερό ότι καταδεικνύεται μια ιδιότυπη πραγμάτωση (στο χώρο της φωτογραφίας πια) της παραδοσιακής διάκρισης ανάμεσα στη χειρωνακτική και τη διανοητική εργασία. Καλλιτέχνες φωτογράφοι που μπαίνουν στα μουσεία και εργάτες φωτογράφοι που δουλεύουν για την προώθηση εμπορευμάτων. Από πόσους παράγοντες (που στέκουν εκτός της οποιασδήποτε φωτογραφικής πρακτικής) εξαρτάται το αν οι απόφοιτοι των διαφορετικών ταχυτήτων σχολών φωτογραφίας θα γίνουν καλλιτέχνες ή εργάτες ή ίσως και τα δύο μαζί;

Τα γραφιστικά του σχέδια, που στέκονται πλάι στις φωτογραφίες και ισότιμα με αυτές, σκιαγραφούν τη σκληρή ιεραρχία σε επίπεδο κοινωνικών τάξεων γενικότερα, αλλά και μέσα στην ίδια την οργάνωση της εργασίας, καθώς και τους κρατικούς μηχανισμούς που τις περιφρουρούν, ενώ ταυτόχρονα παιγνιωδώς ψηλαφούν το πώς η ίδια η αλλοτριωμένη εργασία και η ηθική που τη συνοδεύει εκφυλίζουν ακόμα και τις ερωτικές σχέσεις, αλλά και το πώς ακόμα και η ίδια η διασκέδαση υπαγορεύεται και σε μορφή και σε περιεχόμενο από τους πιο σκληρούς κανόνες του συστήματος.

Το έργο του Sekula ασκεί μια πολυεπίπεδη κριτική στη δομή και τη λειτουργία του ύστερου καπιταλισμού και βρίσκεται σε αρμονία με τον πολιτικό λόγο που παράγει η Documenta – και ειδικά με την 14η έκδοσή της που, μεταξύ άλλων σημαντικών ζητημάτων, εστιάζει στη σημερινή κρίση και τα αίτιά της, στήνει μνημεία σε επαναστάσεις του παρελθόντος και σε κομμουνιστικές πρωτοπορίες και σηκώνει ψηλά τη σημαία του αντιφασισμού. Σε συνέχεια, όμως, ζητημάτων που διατυπώθηκαν και πιο πάνω προκύπτουν ορισμένα ακόμα ερωτήματα. Το επαναστατικό περιεχόμενο του έργου δεν απονευρώνεται, καθώς αυτό τοποθετείται στο πλαίσιο μίας διοργάνωσης που υποστηρίζεται οικονομικά από εταιρείες κολοσσούς του διεθνούς κεφαλαίου όπως η Volkswagen; Ο αντίλογος, ότι μόνο έτσι μπορεί να καταστεί εφικτή μίας τέτοιας κλίμακας έκθεση η οποία μπορεί να κάνει το έργο ορατό σε ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας (όπως δηλώνει αναφορικά με τους σκοπούς της διοργάνωσης ο Adam Szymczyk), δημιουργεί το αμέσως επόμενο ερώτημα: ποιο είναι αυτό το τμήμα της κοινωνίας στο οποίο τελικά ασκεί την επιρροή της η Documenta; Πρόκειται για αυτούς που το υλικό τους συμφέρον είναι στον κοινωνικό μετασχηματισμό; Και κατά πόσο φτάνει σε αυτούς η ενημέρωση για την ίδια την παρουσία της Documenta στην Αθήνα; Τελικά αυτοί στους οποίους φτάνει η ενημέρωση για την ύπαρξη τέτοιων διοργανώσεων μήπως είναι ήδη μυημένοι φιλότεχνοι ή επενδυτές της σύγχρονης τέχνης ή άνθρωποι των διαφόρων ακαδημαϊκών λόμπυ ή μικροαστοί που περνούν ευχάριστα το χρόνο τους οι οποίοι ακόμη και αν δουν τα έργα αυτά δεν προτίθενται να δράσουν; Και όλοι εμείς που μπορεί να είμαστε κάτι από τα παραπάνω ή και όχι, τι τελικά αποκομίζουμε από τέτοια, (σημαντικά) έργα, τα οποία αποσπασματικά πηγαινοέρχονται φευγαλέα μπροστά στα μάτια μας εν μέσω απουσίας ευρύτερων πολιτικών προταγμάτων; Τι αποκομίζουμε που θα μπορούσε έστω λίγο να επηρεάσει τη ζωή μας; «Ένας φωτογραφικός Λόγος είναι ένα σύστηµα µέσα στο οποίο η κουλτούρα χαλιναγωγεί τις φωτογραφίες βάζοντάς τες στην υπηρεσία ποικίλων αναπαραστατικών καθηκόντων», γράφει ο Sekula στο «On the Invention of Photographic Meaning». Ποιο καθήκον, άραγε, εκπληρώνει αυτό το έργο, σε αυτό το κοινωνικό, οικονομικό, καλλιτεχνικό και πολιτικό πλαίσιο;

.

.